Στους Βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους χτίζονται στη Σκύρο αρκετές εκκλησίες
Αρχαιοελληνική μαρμάρινη στήλη και κιονόκρανο
στο Ναό της Ζωοδόχου Πηγής στη Θεοτόκο
Με το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» το 313 μ.Χ., το οποίο εγκαθιστούσε καθεστώς ανεξιθρησκίας σε όλη την Αυτοκρατορία, μπορούμε βάσιμα να ισχυριστούμε ότι άρχισε ελεύθερα η ανάπτυξη της χριστιανικής λατρείας (κτίζονται ναοί, γράφονται ύμνοι και ευχές), για να συνεχιστεί σ’ όλη τη Βυζαντινή περίοδο.
Από αυτή την περίοδο, τους Βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους, χτίζονται στη Σκύρο αρκετές εκκλησίες. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους δεν κτίζονταν Ναοί λόγω των διωγμών (1ος αι. -αρχές 4ου αι.), αλλά και διότι, σύμφωνα με την χριστιανική πίστη, ίσχυε ο κανόνας που κήρυξε ο απόστολος Παύλος στην ομιλία του στον Άρειο Πάγο προς τους Αθηναίους, ότι «ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ ούτος ουρανού και γής Κύριος υπάρχων ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί»[1].
Κάστρο: Κολόνες αρχαιοελληνικού ναού και μέρος του δαπέδου
στο ναό του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου
Το ίδιο πίστευαν, ως ερμηνεία του διαλόγου, που είχε ο Χριστός με τη Σαμαρείτιδα, ο οποίος απαντά στην απορία της περί του πού πρέπει να λατρεύεται ο Θεός, λέγοντάς της: «πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τώ όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τώ πατρί... Πνεύμα ο Θεός· και τους προσκυνούντας αυτόν, εν πνεύματι και αληθεία δεί προσκυνείν»[2].
Αργότερα οι πρώτοι χριστιανοί θα αισθανθούν την ανάγκη ειδικών τόπων συγκέντρωσης, για συλλογική επικοινωνία με το Θεό και την εκδήλωση της λατρείας και των συναισθημάτων τους προς Αυτόν. Κυρίως δε, για την τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας και της συμμετοχής σ’ αὐτό. Έτσι, ο χριστιανικός Ναός είναι ο τόπος συγκέντρωσης των πιστών για τη λατρεία του Θεού, γι’ αυτό και ονομάζεται Εκκλησία[3].
Με τη διοικητική διαίρεση του Ρωμαϊκού Κράτους από τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο[4], η Θεσσαλία με τα νησιά Σκόπελο και Σκιάθο, και η κυρίως Ελλάδα με τα νησιά Σκύρο, Λήμνο και την Εύβοια υπάγονται στη Μακεδονική Υπαρχία (Praefecturam) του Ανατολικού Ιλλυρικού[5].
Εκεί υπάγεται και η μητρόπολη Κορίνθου. Έτσι, η Σκύρος υπάγεται εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη της Κορίνθου. Αργότερα, όταν η επισκοπή Αθηνών αναβαθμίζεται σε Μητρόπολη, η Επισκοπή της Σκύρου, μαζί με άλλες εννέα Επισκοπές[6], υπάγονται στη Μητρόπολη Αθηνών[7].
Κατά την περίοδο βασιλείας του Ιουστινιανού[8] (527-565) η Σκύρος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Επαρχίας Αχαΐας.
Κατά την μεταγενέστερη Βυζαντινή περίοδο ανήκει στο θέμα του Αιγαίου Πελάγους[9].
Στους Βυζαντινούς χρόνους και αργότερα η εκκλησιαστική διοίκηση (όρια, δικαιοδοσία κ.λπ.) ακολουθεί την πολιτική μεταβολή[10].
Αυτό υπαγόρευε και ο ΙΖ΄ κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας[11].
Καθορίζεται, δηλαδή, για την αναγκαία ευταξία και ενότητα, η συμπόρευση των εκκλησιαστικών διοικητικών μεταβολών από πλευράς ορίων, με την επικρατούσα πολιτική διαίρεση.
Το ίδιο όριζε και η νομοθεσία του Ιουστινιανού. Ο αυτοκράτορας αναδείκνυε κάθε πόλη και Επισκοπή, με έγγραφο στο οποίο ορίζονταν η εδαφική έκταση της επαρχίας. Με αυτό συμφωνούσε και η Σύνοδος του Πατριαρχείου. Η πρακτική αυτή επικρατούσε μέχρι την Άλωση. Στη συνέχεια, το δικαίωμα αυτό κληρονόμησε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Από τον 4ο αιώνα και κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων, χτίζονται στη Σκύρο αρκετές εκκλησίες. Οι περισσότερες χτίζονται πάνω σε ερείπια άλλων ναών (αρχαίων τόπων λατρείας, αλλά και πρωτοχριστιανικών ναών).
Στους Οθωμανικούς χρόνους η εκ νέου θεμελίωση ενός Ναού ή η θεμελίωση νέου στην ύπαιθρο είχε το χαρακτηριστικό της μικρής κατασκευής με μικρή χωρητικότητα πιστών, με μικρές πόρτες και πολλές φορές με δύο - τρία σκαλοπάτια προς τα κάτω.
Για το σκοπό αυτό υπήρξε Πατριαρχικό έγγραφο, που όριζε αυτές τις προδιαγραφές.
Ο λόγος ήταν ότι με αυτή την τακτική εμποδίζονταν η χρήση των Ναών από τους Τούρκους για το σταβλισμό των ζώων (αλόγων).
Πάνω από την είσοδο του Ναού του Αγίου Πέτρου στην Καρεφλού
διακρίνεται εντοιχισμένο κιονόκρανο με χαραγμένο το σταυρό παλαιοχριστιανικού ναού
Κατά την ανοικοδόμηση νέων Ναών πάνω σε αρχαίους Ναούς και Ιερά Θεών ή σε παλαιοχριστιανικούς Ναούς χαρακτηριστικό είναι ότι παρατηρούμε την ύπαρξη στην είσοδο και το εσωτερικό τους, αρκετά σπαράγματα μαρμάρινων αρχαίων κιόνων και μαρμάρινων πλακών ή άλλες ενδείξεις, που καταδεικνύουν την προΰπαρξη των παλιών λατρευτικών χώρων.
Η παράδοση λέει ότι στους χρόνους του Βυζαντίου υπήρχαν σε όλο το νησί της Σκύρου 365 εκκλησίες. Αυτή η παράδοση, η οποία συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, λέει πως υπήρχε μια εκκλησία για κάθε μέρα του χρόνου.
Η εξήγηση που δίνεται για την ύπαρξη τόσων πολλών εκκλησιών στηρίζεται κύρια στο βαθύ και ανεπτυγμένο θρησκευτικό συναίσθημα των Σκυριανών και στην ανάγκη ύπαρξης τόπων λατρείας.
Ισχυρή είναι και η άποψη, που εκφράζεται, ότι σ’ αυτό συνετέλεσε και το γεγονός ότι η όποια κτηματική περιουσία των εκκλησιών απαλλάσσονταν, επί τουρκοκρατίας, από τον στρεμματικό φόρο.
(Από το βιβλίο του Γεωργίου Αχ. Κρίκα
«Σκύρος: Η Ορθόδοξη Χριστιανική Παράδοση και Λατρεία»)
[1]«Ο Θεός, ο οποίος έκαμε τον κόσμον και όλα όσα υπάρχουν εις αυτόν, αυτός υπάρχει απόλυτος κύριος του ουρανού και της γης και δεν κατοικεί εις ναούς, που τους κατασκευάζουν τα χέρια των ανθρώπων» Πράξεις Αποστόλων Κεφ. ιζ παρ.24
[2] Κατά Ιωάννην Κεφ. 4, Στ. 24
[3] Η Εκκλησία αρχικά είχε την έννοια της συνέλευσης. Στην Αρχαία Αθήνα υπήρχε η Εκκλησία του δήμου, αντίστοιχη με την σπαρτιατική Απέλλα, όπου οι πολίτες, οι κάτοικοι της πόλης που είχαν πολιτικά δικαιώματα, συγκεντρώνονταν και έκαναν συνέλευση για να πάρουν αποφάσεις για την πόλη. Επίσης, στην αρχαιότητα ο όρος εκκλησία περιέγραφε την συνάθροιση του συνόλου του στρατού για να γίνει κάποια ανακοίνωση ή σύσκεψη. Στη συνέχεια με τον όρο εκκλησία περιγράφεται το σύνολο των χριστιανών.
[4] Ο Κωνσταντίνος Α', γνωστός και ως Μέγας Κωνσταντίνος, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας που κυβέρνησε από το 306 έως το 337. Ηταν γιος του Φλάβιου Βαλέριου Κωνστάντιου, αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού με καταγωγή από την Ιλλυρία. Η μητέρα του, Ελένη, ήταν Ελληνίδα.
[5] Η Υπαρχία Ιλλυρικού ή Επαρχότης του πραιτορίου του Ιλλυρικού ήταν μια από τις τέσσερις Υπαρχίες στις οποίες διαιρούνταν η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέχρι τον 7ο αιώνα, οπότε οι Υπαρχίες αντικαταστάθηκαν με τα βυζαντινά Θέματα..
[6] «Εύρίπου, Διαυλείας, Κορωνείας, Άνδρου, Ωρείου (Ώρεού), Καρύστου, Ισθμού, Αύλώνος, Σύρου και Σερίφου και αργότερα αυτές των Ταλαντίου (επαρχία Λοκρίδας με πρωτεύουσα Ταλάντιο ή Αταλάντη), Σάλωνος ή Σαλώνων και Μενδενίτζης». (Η Μενδενίτσα, Τοπική Κοινότητα Μενδενίτσης - Δημοτική Ενότητα Μώλου του δήμου Μώλου – Αγίου Κωνσταντίνου.
[7] Αρχιμανδρίτης. Βασίλειος Ατέσης. «Ή επισκοπή Σκύρου ανά τούς αιώνας» 1939
[8] O Ιουστινιανός, γνωστός ως Ιουστινιανός ο Μέγας και ως Άγιος Ιουστινιανός ο Μέγας στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, ήταν Βυζαντινός Αυτοκράτορας από το 527 έως το θάνατο του το 565. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Ιουστινιανός προσπάθησε να αναβιώσει το μεγαλείο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και να επανακτήσει τα χαμένα δυτικά εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας..
[9] Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, «Περί θεμάτων»
[10]«…ει δεκαι τις εκ βασιλικής εξουσίας εκαινίσθη πόλις, η αύθις καινισθείη, τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις και των εκκλησιαστικών παροικιών η τάξις ακολουθείτω …» Γ. Ράλλης–Μ. Ποτλής, «Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων των τε αγίων και πανευφήμων Αποστόλων, και των ιερών και οικουμενικών και τοπικών Συνόδων, και των κατά μέρος αγίων Πατέρων», τόμος Β’, σελ. 258‐259, 1852.
[11] Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος ή Σύνοδος της Χαλκηδόνας, αποκαλείται η εκκλησιαστική σύνοδος που διενεργήθηκε στο ομώνυμο προάστιο της Κωνσταντινούπολης, το 451. Συνεκλήθη από τους αυτοκράτορες Μαρκιανό και Πουλχερία, προήδρευσαν οι παπικοί αντιπρόσωποι και ο Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιος και ως κύριο στόχο είχε «την καταδίκη της αντιθέτου προς το νεστοριανισμό αιρέσεως του μονοφυσιτισμού»( https://el.orthodoxwiki.org)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου