Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

Επισκοπική Επιτροπή Σκύρου

 Ο θάνατος του τελευταίου επισκόπου Σκύρου Γρηγορίου

 

Μετά το θάνατο του τελευταίου επισκόπου Γρηγορίου στις 3 Μαρτίου 1837, τη διοίκηση της Επισκοπής αναλαμβάνει η Επισκοπική Επιτροπή Σκύρου. Τα καθήκοντα της Επισκοπικής Επιτροπής αρχίζουν στις 9 Απριλίου 1837 και παύουν στις 20 Δεκεμβρίου 1841.

Με απόφαση της Ιεράς Συνόδου διορίζονται μέλη της ο Αρχιμανδρίτης Σεραφείμ και ο πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Οικονόμου, Σκυριανοί και οι δύο στην καταγωγή.

Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, προέκυψαν διάφοροι χειρισμοί της, οι οποίοι, όπως φαίνεται, δυσαρέστησαν την Ιερά Σύνοδο.

Μετά το θάνατο του Επισκόπου Γρηγορίου προέκυψε ζήτημα, κατά πόσο οι συγγενείς του Γρηγορίου δικαιούνται να τον κληρονομήσουν. Η Επιτροπή αρνούνταν την χορήγηση οποιουδήποτε περιουσιακού δικαιώματος προς αυτούς.

Όπως ήταν επόμενο υπήρξαν συνεχείς προστριβές της Επιτροπής με τους συγγενείς του Επισκόπου Γρηγορίου, οι οποίοι «κληρονομικώ δικαίω», διεκδικούσαν την περιουσία της Επισκοπής. Η Επιτροπή θεωρούσε ότι οι απαιτήσεις των συγγενών του Επισκόπου Γρηγορίου δεν ήταν ούτε σωστές, ούτε νόμιμες. Στις απόψεις της συμπαρατάσσονται οι τοπικές αρχές της Σκύρου. Μετά τις διενέξεις με την Επιτροπή οι συγγενείς του Επισκόπου προσέφυγαν στις πολιτικές αρχές του Κράτους, αλλά και πριν στην Ιερά Σύνοδο.

Η Ιερά Σύνοδος ενδιαφερόταν για την κινητή περιουσία (εκκλησιαστική, πνευματική) της Επισκοπής, για δε την ακίνητη περιουσία θεωρούσε, πως ήταν αρμοδιότητα των Πολιτικών Διοικητικών Αρχών του Κράτους. Μάλιστα με έγγραφό της καθόρισε τα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής[1].

Στη συνέχεια η Ιερά Σύνοδος απευθύνθηκε στον Διοικητή της Σκοπέλου, ώστε να μεριμνήσει για την κρίση που προέκυψε, γιατί έκρινε ότι αυτό είναι έργο της πολιτικής διοικητικής αρχής.

Ταυτόχρονα ο Διοικητής Καρυστίας διόρισε αντιπρόσωπό του τον Ιωάννη Βαρλαάμ, ο οποίος κατάγεται από τη Σκύρο,  θεωρώντας πως είναι ο πιο έμπιστος του  εκκλησιαστικού ταμείου, για να προστατεύσει το εισόδημα της επικαρπίας από τα χωράφια της Επισκοπής. Η διαταγή μεταφέρθηκε στην Επισκοπική Επιτροπή από το παπά Μακάριο Βαρλαάμ[2], αδελφό του Ιωάννη.

Η Ιερά Σύνοδος, όπως ήταν αναμενόμενο, απάλλαξε των καθηκόντων τους τα μέλη της Επισκοπικής Επιτροπής, Αρχιμανδρίτη Σεραφείμ και τον ιερέα Δημήτριο Οικονόμου.

Στις 27 Νοεμβρίου 1837 διόρισε Εκκλησιαστικό Επίτροπο τον ιερομόναχο Μακάριο Βαρλαάμ, στον οποίο «εμπιστεύεται προσωρινώς την πνευματικήν αυτής διεύθυνσιν και διεξαγωγήν».

Στο επόμενο διάστημα, μετά την αντικατάσταση, υπήρξε μια δυσάρεστη κατάσταση, η οποία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη θρησκευτική και πνευματική ζωή των κατοίκων της Σκύρου.

 

 Μαρμάρινη κολώνα στην είσοδο στο ξωκκλήσι Παναγία Αυτούμενες

 

Η αντικατάσταση δύο εγγράμματων κληρικών, οι οποίοι συμμετείχαν στη διοίκηση της Επισκοπής, επί θητείας του Επισκόπου Γρηγορίου, και απολάμβαναν της εκτιμήσεως των κατοίκων και η επιλογή να διοικηθεί η Επισκοπή από ένα άτομο δημιούργησε ερωτηματικά.

Από την αρχή του διορισμού του Βαρλαάμ υπέβοσκε εναντίον του μια σφοδρή αντίδραση και ήταν θέμα χρόνου να εκφραστεί με συγκεκριμένη καταγγελία. Η πρώτη καταγγελία έγινε με ανώνυμη επιστολή προς τον Βασιλιά.

Ο συντάκτης της επιστολής επικαλούμενος το αίσθημα της πίστης του αναφέρει συγκεκριμένα ότι ο «ενταύθα εκκλησιαστικός της χηρευσάσης επισκοπής μας, επίτροπος κ. Μακάριος Βαρλαάμ παραιτών τα χρέη του περιφέρεται αδιακόπως από τόπου εις τόπον και ενεργεί πράγματα,  τα οποία και η θέσις του και το επάγγελμά του εμποδίζουν μεγάλως»[3].

Κατηγορείται επίσης ότι συνάπτει παράνομα ανδρόγυνα και είναι φιλοτάραχος της κοινής ησυχίας και ότι «λαμβάνει λόγους από το έν και από το άλλο μέρος και θέτει τα μέρη εις άσπονδους έχθρας».

Οι κατηγορίες που επισυνάπτονται στον Βαρλαάμ είναι χυδαίες αφού, πέρα από τα παραπάνω, κατηγορείται ότι «περιφέρεται τα καφενεία, χωρίς να διαφέρει των γουρουνιών, εισέρχεται στον Ιερό Ναό μεθυσμένος και καταπατεί τα δόγματα της πίστεως»[4].           


Πάνω από την είσοδο του Ναού του Αγίου Πέτρου στην Καρεφλού διακρίνεται εντοιχισμένο κιονόκρανο με χαραγμένο το σταυρό παλαιοχριστιανικού ναού.

Η δεύτερη επιστολή καταγγελίας είναι ονομαστική, έχει συντάκτη τον Αρχιμανδρίτη Σεραφείμ Καρακαλλινού. Μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με την ανώνυμη επιστολή προς τη Διοίκηση Σκιάθου, η οποία συντάχθηκε από άτομο εκτός Σκύρου. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε, πως υπαγορεύθηκε από τον Αρχιμανδρίτη Σεραφείμ. Όπως ήταν επόμενο τα σοβαρά αυτά περιστατικά απασχόλησαν τη Γραμματεία των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαίδευσης της Κυβέρνησης και την Ιερά Σύνοδο. Η Ιερά Σύνοδος κάλεσε σε μαρτυρία τη Δημοτική Αρχή, το Δημοτικό Συμβούλιο, τον Διοικητή της Χωροφυλακής και τον Αρχιμανδρίτη Σεραφείμ.

Όμως, πόσο αντικειμενικός θα μπορούσε να είναι ο Δήμαρχος Σκύρου, Δ. Τζικούρης, αφού ο ίδιος και διάφοροι άλλοι πρόκριτοι του Νησιού κατηγορούνται, αυτή την περίοδο, για το σφετερισμό και την εκποίηση της μοναστηριακής περιουσίας με δόλιο τρόπο; Μάλιστα ο Αρχιμανδρίτης Μακάριος Βαρλαάμ είχε διοριστεί με το 3687 Βασιλικό Διάταγμα, προκειμένου να εξετάσει αυτό το ζήτημα και πάλευε μόνος του εναντίον όλων αυτών, οι οποίοι προσπαθούσαν να αντιστρέψουν την αλήθεια της κατηγορίας, που ανακαλύφθηκε επίσημα από τις οικονομικές αρχές. Ο Βαρλαάμ κατηγορήθηκε από τον Αρχιμανδρίτη Σεραφείμ για πολλές «παρεκτροπές», με την ιδιότητα του Εκκλησιαστικού Επιτρόπου της Επισκοπής. Βάσιμες είναι οι υποψίες ότι οι κατηγορίες ήταν προϊόν του Δημάρχου και των προκρίτων, οι οποίοι κατηγορούνται για την οικειοποίηση με αθέμιτο τρόπο της περιουσίας των Μονών που καταργήθηκαν πρόσφατα και ο Αρχιμανδρίτης Μακάριος Βαρλαάμ ήταν εκείνος που ερευνούσε τις κατηγορίες.


Άγιος Επιφάνειος: Δύο μεγάλοι μαρμάρινοι κυλινδρικοί κίονες μεγάλης

διαμέτρου στο εσωτερικό του Ιερού Βήματος πίσω από το τέμπλο.

Οι κίονες τώρα δεν παρέχουν καμμιά στήριξη στην κατασκευή.

Ο Αρχιμανδρίτης Σεραφείμ στράφηκε φανερά εναντίον του Βαρλαάμ, αφού τον θεωρούσε υπεύθυνο ότι υπέσκαψε τη θέση του.

Στη Σκύρο βρέθηκε, απεσταλμένος της Ιεράς Συνόδου, ο επίσκοπος Καρυστίας Δανιήλ για να εξετάσει την κατάσταση του κλήρου στη Σκύρο και τη διαγωγή του Επισκοπικού Επιτρόπου Βαρλαάμ.

Από την αναφορά του Επισκόπου Δανιήλ, η οποία διαβάστηκε στη Συνοδική συνεδρίαση προέκυψε ότι ο μεν ιερός κλήρος του Νησιού δεν έχει καμμιά σχέση με τις αποδιδόμενες καταγγελίες, ο δε Μακάριος Βαρλαάμ κατέχει επάξια το αξίωμα του Εκκλησιαστικού Επιτρόπου και ενδιαφέρεται για την διασφάλιση των περιουσιών των Μονών του Αγίου Δημητρίου και της Γεννήσεως του Χριστού Μαυρουνά.  Ο Επίσκοπος Δανιήλ διαπίστωσε ότι οι  κατηγορίες που αποδόθηκαν στον Μακάριο Βαρλαάμ υποκινήθηκαν από πρόσωπα εχθρικά διακείμενα προς αυτόν.

Ποιοι ήταν αυτοί που απόδωσαν ψεύτικες κατηγορίες στον Βαρλαάμ; Ποιοι είχαν συμφέρον να τον συκοφαντήσουν και να τον απομακρύνουν από τη θέση του; Φυσικά αυτοί που αποδεδειγμένα σφετερίστηκαν και οικειοποιήθηκαν τις κτηματικές περιουσίες των Μονών και των εκκλησιών. Με αυτό τον τρόπο έκλεισε αυτή η υπόθεση, που στοίχισε πνευματικά και δίχασε τη μικρή κοινωνία της Σκύρου.

 

(Από το βιβλίο του Γεωργίου Αχ. Κρίκα 

«Σκύρος: Η Ορθόδοξη Χριστιανική Παράδοση και Λατρεία»)


[1] «Τα χρέη της Επιτροπής ταύτης είναι κατά τον διορισμόν της όσα ανάγονται εις το εκκλησιαστικόν, και εις ταύτα πρέπει να περιορίζεται. εις δε την περιουσίαν του μακαρίτου επισκόπου Σκύρου ή τα κτήματα της Επισκοπής ούτε έπρεπε και ούτε πρέπει να λάβει μέρος η επιτροπή αύτη, διότι τούτο είναι έργο της πολιτικής διοικητικής αρχής και των κληρονόμων του αποθανόντως Επισκόπου, ως και από 23 του ήδη λήγοντος και υπ’ αριθ. 5920/355 ανήγγειλεν η Σύνοδος, αλλά και αυτή προσκαλείται να συμμορφωθεί προς αυτό περιοριζομένη στα καθήκοντά της» πηγή: Βασίλειος Ατέσης «Η Επισκοπική Επιτροπή Σκύρου (1837-1841)

[2] Η Επισκοπική Επιτροπή με αναφορά στις 27 Απριλίου 1837 προς την Ιερά Σύνοδο αναφέρει ότι, «προηγούμενός τις Λαυριώτης, ονόματι Μακάριος Βαρλαάμ, ετών σχεδόν 35 εκ Σκύρου, απεστάλει παρά του μοναστηρίω του πρό δύο χρόνων εις Κυρά-Παναγιάν και Κούμην δια υποθέσεις του Μοναστηρίου του και να επιστρέψει αμέσως. Ο δέ αθετήσας τας παραγγελίας ήλθεν ενταύθα περιφερόμενος ...ποτέ μεν εις Κούμην, Κάρυστον και Χαλκίδα πορευόμενος, ποτέ δε εις Αθήνας, ως και ήδη έρχεται, ως είπε, δια να ανακατώση εκκλησιαστικάς και πολιτικάς υποθέσεις» πηγή: Βασίλειος Ατέσης «Η Επισκοπική Επιτροπή Σκύρου (1837-1841)

 

[3] Βασίλειος Ατέσης «Η Επισκοπική Επιτροπή Σκύρου (1837-1841)

[4] Βασίλειος Ατέσης «Η Επισκοπική Επιτροπή Σκύρου (1837-1841)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου