Οι κάτοικοι της Σκύρου στους αιώνες που πέρασαν ζούσαν σ’ ένα νησί στο μέσο του πελάγους, χωρίς καμία βοήθεια από πουθενά. Από τους αρχαίους χρόνους αντιμετώπισαν κάθε λογής κατακτητές.
Υπέφεραν κατά τη Βυζαντινή εποχή από τους πειρατές. Λεηλατήθηκαν από τους Τούρκους. Ζούσαν μέσα σε συνεχείς κινδύνους. Η έντονη θρησκευτικότητα, η βαθιά πίστη και η θεοκρατούμενη ατομική και κοινωνική ζωή των Σκυριανών, είναι οι κύριες αιτίες της ίδρυσης τόσων πολλών εκκλησιών που βρίσκονται μέσα στο χωριό και διασκορπισμένες σε όλη την αγροτική περιοχή του Νησιού.
Απέναντι σε όλα αυτά λοιπόν, η μόνη διέξοδος από τη βασανιστική πραγματικότητα ήταν η πίστη και η προσευχή στο Θεό. Αυτή η λατρεία στο Θεό αναδείχτηκε κιβωτός σωτηρίας της πίστης και της συνείδησης για τους Σκυριανούς. Έτσι εξηγείται το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα και το μεγάλο ποσοστό βαθιάς θρησκευτικής πίστης των Σκυριανών.
Το θρησκευτικό συναίσθημα επηρέασε καταλυτικά την ιστορία, τον πολιτισμό, τους θρύλους και την παράδοση του Νησιού. Με τη λατρεία διαμορφώθηκε το ορθόδοξο φρόνημα και τα βιώματα των κατοίκων.
Η ανάγκη της προσευχής και του προσκυνήματος, αλλά και οι δυσκολίες των τακτικών επισκέψεων στο Χωριό, λόγω έλλειψης μεταφορικών μέσων, αλλά και της υποχρέωσης να βρίσκονται κοντά στα κοπάδια, αναγκάζουν πολλούς Κτηνοτρόφους να χτίσουν τη δική τους εκκλησία.
Το πλήθος αυτό των Ιερών Ναών ανέκαθεν χωριζόταν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στους ενοριακούς και στους κτητορικούς ή αδελφάτα. Τους ενοριακούς Ναούς φρόντιζαν οι Επίτροποι, ως αντιπρόσωποι των χωριανών. Τους κτητορικούς φρόντιζαν οι κτήτορες[3] «αδελφοί» στους οποίους ανήκε ο Ναός και οι επίτροποι, που για διάφορους λόγους αποκτούσαν μερίδιο στην εκκλησία.
Στο εξωκλήσι, που έχει χορτονομή, αυτοί που έχουν μερίδια στη χορτονομή έχουν μερίδιο στην εκκλησία.
Σε μεγάλες χορτονομές, όπως στον Αη – Μάμα, στον Αη – Αρτέμη και αλλού οι επίτροποι είναι πάρα πολλοί. Στον Αη – Μάμα και στον Αη – Αρτέμη φτάνουν τους τριάντα (30) στο κάθε εξωκλήσι.
Επίτροποι μπορεί να γίνονται συγγενείς του κτήτορα, αυτοί που βοήθησαν στην ανέγερση ή βοηθούν στη συντήρηση και στον εορτασμό του Αγίου. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί τα μερίδια στην εκκλησία να είναι πολλά, λόγω συσσώρευσης των κληρονόμων, αλλά επίτροποι να είναι δύο ή τρείς οικογένειες.
Λέγεται ότι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού αφιερώσεων γης στις εκκλησίες οφειλόταν στην οθωμανική πολιτική έναντι των θρησκευτικών κτήσεων. Το αφορολόγητο καθεστώς των εκκλησιαστικών γαιών στο νησί είχε ως αποτέλεσμα την αφιέρωση γης στην εκκλησία από τους ντόπιους.
Με τον τρόπο αυτό οι κάτοικοι στην πραγματικότητα συνέχισαν να επωφελούνται οικονομικά από τα αφιερωμένα εδάφη στην εκκλησία, χωρίς ωστόσο να φορολογούνται αντίστοιχα[4].
Ο Μωάμεθ Β΄ [5], μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, παραχώρησε σημαντικά προνόμια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο[6].
Η κίνηση αυτή ήταν μια διπλωματική κίνηση, να ελέγξει τον χριστιανικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μπορεί όμως να έγινε με την προτροπή της χριστιανής παραμάνας του Μάρα[7] που έτρεφε βαθιά εκτίμηση προς το πρόσωπο της. Για το λόγο αυτό, μέσα στα κτήματα, έχτιζαν εκκλησίες στις οποίες προίκιζαν τα κτήματά τους, που αργότερα κληρονομούσαν τα παιδιά τους δηλαδή «την εκκλησία με τα αυτής κτήματα». Ο κληρονόμος είχε την υποχρέωση μία φορά το χρόνο να επιμελείται την εκκλησία και να την λειτουργεί στη μνήμη του Αγίου.
[3] Στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ο τίτλος του κτήτορα δινόταν στον ιδρυτή, προστάτη, χορηγό ή ιδιοκτήτη ενός εκκλησιαστικού ιδρύματος. Το κτητορικό δίκαιο μπορούσε να μεταβιβαστεί και να διαρκέσει για γενιές. Ο κτήτωρ αποκτούσε θρησκευτικά και λειτουργικά προνόμια αλλά και σημαντικές υποχρεώσεις. Το κτητορικόν δίκαιον ήταν πολύ διαδεδομένο καθώς συν τοις άλλοις αποτελούσε μια σχετικά ασφαλή επένδυση, αφού η εκκλησιαστική περιουσία ήταν και είναι λιγότερο ευάλωτη απέναντι στις κατασχέσεις απ' ότι στα κοσμικά κράτη. Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/
[4] Κορνηλία Ζαρκιά «Τα εκκλησιαστικά Αδελφάτα στη Σκύρο» 1995
[5] Ο Μωάμεθ Β΄ γνωστός και ως Μωάμεθ ο Πορθητής (30 Μαρτίου 1432 - 3 Μαΐου 1481) ήταν Οθωμανός σουλτάνος, ο οποίος βασίλεψε κατά τα διαστήματα 1444-1446 και 1451-1481.. Ο Μωάμεθ γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1432 στην Αδριανούπολη, πρωτεύουσα τότε του Οθωμανικού κράτους..
[6] ο Πατριάρχης ήταν «αναίτητος και αφορολόγητος και αδιάσειστος από παντός εναντίου,
και τέλους και δόσεως, … αυτός τε και οι μετ’ αυτόν Πατριάρχαι…, ομοίως και πάντες οι υποτεταγμένοι αυτώ Αρχιερείς». («Η θέσις της εκκλησίας και του Ελληνικού Γένους εν τω Τούρκικω κράτει μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως» Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών)
[7] ο Μωάμεθ Β΄ σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από μητέρα και τον πήρε στην προστασία της η χριστιανή Μάρα Μπράνκοβιτς, σύζυγος του Μουράτ και κόρη του ηγεμόνα των Σέρβων Γεωργίου Μπράνκοβιτς. Αυτό τον κάνει να τρέφει βαθιά εκτίμηση προς το πρόσωπο της Μάρας και της χριστιανικής θρησκείας.
κυριε γιωργο θελουμε τον τροπο να δουμεμτα σχολια και τις διορθωσεις αν ειναι δινατον
ΑπάντησηΔιαγραφή