Αγία Τράπεζα παλαιοχριστιανικού Ναού στην Παναγία Λυμπιανή
Ο τότε Δήμαρχος Σκύρου, Δ. Τζικούρης, κατηγορήθηκε ως συνένοχος του σφετερισμού και της δόλιας εκποίησης της σημαντικής περιουσίας των Ιερών Μονών. Πέραν του Δημάρχου, και άλλοι δημογέροντες ή άρχοντες του Νησιού συμμετείχαν στο σφετερισμό της περιουσίας
Ο Αρχιμανδρίτης Σεραφείμ στράφηκε φανερά εναντίον του Βαρλαάμ, αφού τον θεωρούσε υπεύθυνο ότι υπέσκαψε τη θέση του.
Στη Σκύρο βρέθηκε, απεσταλμένος της Ιεράς Συνόδου, ο επίσκοπος Καρυστίας Δανιήλ για να εξετάσει την κατάσταση του κλήρου στη Σκύρο και τη διαγωγή του Επισκοπικού Επιτρόπου Βαρλαάμ.
Από την αναφορά του Επισκόπου Δανιήλ, η οποία διαβάστηκε στη Συνοδική συνεδρίαση προέκυψε ότι ο μεν ιερός κλήρος του Νησιού δεν έχει καμμιά σχέση με τις αποδιδόμενες καταγγελίες, ο δε Μακάριος Βαρλαάμ κατέχει επάξια το αξίωμα του Εκκλησιαστικού Επιτρόπου και ενδιαφέρεται για την διασφάλιση των περιουσιών των Μονών του Αγίου Δημητρίου και της Γεννήσεως του Χριστού Μαυρουνά. Ο Επίσκοπος Δανιήλ διαπίστωσε ότι οι κατηγορίες που αποδόθηκαν στον Μακάριο Βαρλαάμ υποκινήθηκαν από πρόσωπα εχθρικά διακείμενα προς αυτόν.
Ποιοι ήταν αυτοί που απόδωσαν ψεύτικες κατηγορίες στον Βαρλαάμ; Ποιοι είχαν συμφέρον να τον συκοφαντήσουν και να τον απομακρύνουν από τη θέση του; Φυσικά αυτοί που αποδεδειγμένα σφετερίστηκαν και οικειοποιήθηκαν τις κτηματικές περιουσίες των Μονών και των εκκλησιών. Με αυτό τον τρόπο έκλεισε αυτή η υπόθεση, που στοίχισε πνευματικά και δίχασε τη μικρή κοινωνία της Σκύρου.
Η Επισκοπή έπαψε να λειτουργεί το 1841. Η περιουσία της τεμαχίστηκε και έγινε οικειοποίησή της με αθέμιτο τρόπο και αδιαφανείς διαδικασίες από τους οικονομικά ισχυρούς. Πολλά λέγονται από τα στόματα των Σκυριανών γι’ αυτή τη σκοτεινή περίοδο.
Ο τότε Δήμαρχος Σκύρου, Δ. Τζικούρης, κατηγορήθηκε ως συνένοχος του σφετερισμού και της δόλιας εκποίησης της σημαντικής περιουσίας των Ιερών Μονών. Πέραν του Δημάρχου, και άλλοι δημογέροντες ή άρχοντες του Νησιού συμμετείχαν στο σφετερισμό της περιουσίας[1]. Τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων αποτελούν συνέχεια των εξελίξεων, που συνέβησαν πριν λίγα χρόνια, όταν στις 07 Οκτωβρίου 1833, με βασιλικό διάταγμα, επί Βασιλείας Όθωνα, αποφασίστηκε η διάλυση όλων των μοναστηριών[2], που είχαν λιγότερους από 6 μοναχούς. Στις 08 Μαΐου 1834, με άλλο διάταγμα, απαγορεύτηκαν οι δωρεές στην Εκκλησία και όλη η μοναστηριακή περιουσία και αυτή των ενοριακών ναών περιήλθε στο κράτος, με στόχο τα έσοδα να διατεθούν για την ενίσχυση της ελληνικής παιδείας του νεοϊδρυθέντος ελληνικού κράτους. Έτσι, τα μοναστήρια του Χριστού του Μαυρουνά και του Αγίου Δημητρίου καταργήθηκαν και οι κτηματικές περιουσίες τους περιήλθαν στο δημόσιο και αργότερα δημοπρατήθηκαν. Διαλύθηκε το μετόχιο της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, που μετετράπηκε σε ενοριακό Ναό του Αγίου Γεωργίου.
Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου δημιούργησαν φόβο μεταξύ των «αδελφών» κύρια των ενοριακών Ναών, σχετικά με το μέλλον των εδαφών και των περιουσιών των αδελφοτήτων.
Έτσι, τα «αδέλφια» μοιράστηκαν (ανεπίσημα) τα εδάφη, που κατείχε η αδελφότητα, μεταξύ τους. Οι άρχοντες της Μεγάλης Στράτας είχαν προνοήσει και φροντίσει νωρίτερα. Πολλά από τα αδέλφια είχαν πεθάνει, χωρίς να αφήσουν κληρονόμους. Άλλοι πούλησαν το μερίδιό τους. Με αυτόν τον τρόπο, ο αριθμός τους μειώθηκε, με αποτέλεσμα, με την πάροδο του χρόνου, η πρώην εκκλησιαστική γη να μεταβιβαστεί σε μία μόνο οικογένεια.
Οι μόνες αποδείξεις (Κώδικες, συμφωνητικά, δωρεές κτλ.) της προηγούμενης κατάστασης, όσον αφορά την ιδιοκτησία γης, βρίσκονται σε αυτές τις εκκλησίες, οι οποίες για το λόγο αυτό, ήταν προσεκτικά κρυμμένες ή καταστράφηκαν.
[1] Βασίλειος Ατέσης «Η Επισκοπική Επιτροπή Σκύρου (1837-1841)
[2] Από τα 523 μοναστήρια που υπήρχαν, διατηρήθηκαν τα 146. (83 γιατί είχαν περισσότερους από 6 μοναχούς και τα υπόλοιπα 63 στη Μάνη, όπου η κυβέρνηση απέφυγε να επέμβει φοβούμενη συνέχιση της εξέγερσης, που είχε ξεσπάσει γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο). Η πώληση εκκλησιαστικών σκευών κλπ. θεωρήθηκε ιεροσυλία, ενώ και τα έσοδα της «εκποίησης» ήταν πενιχρά. Στις 09 Μαρτίου 1834, με δεύτερο διάταγμα, καθοριζόταν η διάλυση όλων των γυναικείων μοναστηριών εκτός από τρία που αντιστοιχούσαν σε τρεις μεγάλες γεωγραφικές περιοχές. Όσες μοναχές ήταν μικρότερες από 40 ετών, υποχρεώθηκαν εγκαταλείψουν τα μοναστήρια και να επιστρέψουν στην εγκόσμιο βίο.
.jpg)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου