Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025

ΝΗΣΟΣ ΣΚΥΡΟΣ: Οι εκκλησιαστικές διοικητικές μεταβολές

Η διοικητική διαίρεση του Ρωμαϊκού Κράτους και οι εκκλησιαστικές διοικητικές μεταβολές από πλευράς ορίων.

 

 Με τη διοικητική διαίρεση του Ρωμαϊκού Κράτους από τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο[1], η Θεσσαλία με τα νησιά Σκόπελο και Σκιάθο, και η κυρίως Ελλάδα με τα νησιά Σκύρο, Λήμνο και την Εύβοια υπάγονται στη Μακεδονική  Υπαρχία (Praefecturam) του Ανατολικού Ιλλυρικού[2].

Εκεί υπάγεται και η μητρόπολη Κορίνθου. Έτσι, η Σκύρος υπάγεται εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη της Κορίνθου. Αργότερα, όταν η επισκοπή Αθηνών αναβαθμίζεται σε Μητρόπολη, η Επισκοπή της Σκύρου,   μαζί με άλλες εννέα Επισκοπές[3], υπάγονται στη Μητρόπολη Αθηνών[4].

Κατά την περίοδο βασιλείας του Ιουστινιανού[5] (527-565) η Σκύρος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Επαρχίας Αχαΐας.

Κατά την μεταγενέστερη Βυζαντινή περίοδο ανήκει στο θέμα του Αιγαίου Πελάγους[6]. 

Στους Βυζαντινούς χρόνους και αργότερα η εκκλησιαστική διοίκηση (όρια, δικαιοδοσία κ.λπ.) ακολουθεί την πολιτική μεταβολή[7].

Αυτό υπαγόρευε και ο ΙΖ΄ κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας[8].

Καθορίζεται, δηλαδή, για την αναγκαία ευταξία και ενότητα, η συμπόρευση των εκκλησιαστικών διοικητικών μεταβολών από πλευράς ορίων, με την επικρατούσα πολιτική διαίρεση.

Το ίδιο όριζε και η νομοθεσία του Ιουστινιανού δηλ. τη συμπόρευση των εκκλησιαστικών διοικητικών μεταβολών από πλευράς ορίων, με την επικρατούσα πολιτική διαίρεση.

Ο αυτοκράτορας αναδείκνυε κάθε πόλη και  Επισκοπή, με έγγραφο στο οποίο ορίζονταν η εδαφική  έκταση της επαρχίας. Με αυτό συμφωνούσε και η Σύνοδος του Πατριαρχείου. Η πρακτική αυτή επικρατούσε μέχρι την Άλωση. Στη συνέχεια,  το δικαίωμα αυτό κληρονόμησε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204), η Σκύρος περνάει στην ιδιοκτησία των Βενετών.

Κατά την περίοδο αυτή, απομακρύνεται ο Ορθόδοξος  Μητροπολίτης Αθηνών, με πράξη του Επισκόπου Ρώμης Ιννοκεντίου Γ'. (1198-1216), και εγκαταστάθηκε ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος. Στη Μητρόπολη Αθηνών  ανήκει και η επισκοπή Σκύρου.

Οι ασαφείς πληροφορίες αυτής της περιόδου οδηγούν διάφορους μελετητές της ιστορίας της Σκύρου σε συγκρουόμενα συμπεράσματα. Ο μεν Δημ. Παπαγεωργίου υποστηρίζει την πιο πάνω άποψη, ο δε Μιχ. Κωνσταντινίδης, βασιζόμενος σε άλλες πηγές, υποστηρίζει ότι ιδρύθηκε επισκοπή Σκύρου με επικεφαλής Λατίνο επίσκοπο.

Στο τέλος του 14ου αιώνα οι Τούρκοι κατέλαβαν το νησί. Η Σκύρος παρέμεινε υπό την κυριαρχία τους μέχρι το 1402[9].

 



[1] Ο Κωνσταντίνος Α', γνωστός και ως Μέγας Κωνσταντίνος, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας που κυβέρνησε από το 306 έως το 337. Ηταν γιος του Φλάβιου Βαλέριου Κωνστάντιου, αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού με καταγωγή από την Ιλλυρία. Η μητέρα του, Ελένη, ήταν Ελληνίδα.

[2] Η Υπαρχία Ιλλυρικού ή Επαρχότης του πραιτορίου του Ιλλυρικού ήταν μια από τις τέσσερις Υπαρχίες στις οποίες διαιρούνταν η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέχρι τον 7ο αιώνα, οπότε οι Υπαρχίες αντικαταστάθηκαν με τα βυζαντινά Θέματα..

[3] «Εύρίπου, Διαυλείας, Κορωνείας, Άνδρου, Ωρείου (Ώρεού), Καρύστου, Ισθμού, Αύλώνος, Σύρου και Σερίφου και αργότερα αυτές των Ταλαντίου (επαρχία Λοκρίδας με πρωτεύουσα Ταλάντιο ή Αταλάντη), Σάλωνος ή Σαλώνων και Μενδενίτζης». (Η Μενδενίτσα, Τοπική Κοινότητα Μενδενίτσης - Δημοτική Ενότητα Μώλου του δήμου Μώλου – Αγίου  Κωνσταντίνου.

[4] Αρχιμανδρίτης. Βασίλειος Ατέσης. «Ή επισκοπή Σκύρου ανά τούς αιώνας» 1939

[5] O Ιουστινιανός, γνωστός ως Ιουστινιανός ο Μέγας και ως Άγιος Ιουστινιανός ο Μέγας στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, ήταν Βυζαντινός Αυτοκράτορας από το 527 έως το θάνατο του το 565. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Ιουστινιανός προσπάθησε να αναβιώσει το μεγαλείο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και να επανακτήσει τα χαμένα δυτικά εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας..

[6] Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, «Περί θεμάτων»

[7]«…ει  δεκαι  τις  εκ  βασιλικής  εξουσίας  εκαινίσθη  πόλις,  η  αύθις  καινισθείη,  τοις  πολιτικοίς  και δημοσίοις  τύποις  και  των εκκλησιαστικών παροικιών  η  τάξις  ακολουθείτω  …» Γ. Ράλλης–Μ. Ποτλής, «Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων των τε αγίων και πανευφήμων Αποστόλων, και των ιερών και οικουμενικών και τοπικών Συνόδων, και των κατά μέρος αγίων Πατέρων», τόμος Β’, σελ. 258‐259, 1852.

[8] Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος ή Σύνοδος της Χαλκηδόνας, αποκαλείται η εκκλησιαστική σύνοδος που διενεργήθηκε στο ομώνυμο προάστιο της Κωνσταντινούπολης, το 451. Συνεκλήθη από τους αυτοκράτορες Μαρκιανό και Πουλχερία, προήδρευσαν οι παπικοί αντιπρόσωποι και ο Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιος και ως κύριο στόχο είχε «την καταδίκη της αντιθέτου προς το νεστοριανισμό αιρέσεως του μονοφυσιτισμού»( https://el.orthodoxwiki.org)

[9] Στις 28 Ιουλίου του 1402 με, την ήττα των Τούρκων στην αποφασιστική μάχη της Άγκυρας από τον ηγεμόνα των Μογγόλων Ταμερλάνο, ακολούθησε μία περίοδος από εσωτερικές διαμάχες ανάμεσα στους διαδόχους του Βαγιαζήτ Α ́, μετά το θάνατό του το Μάρτιο του 1403. Από την αρχή αυτής της διαμάχης Οθωμανικής Μεσοβασιλείας ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μανουήλ Β΄ ο Παλαιολόγος αναμείχθηκε ενεργά. Έτσι το 1404 ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ ο Παλαιολόγος προσεταιριζόμενος τον  μεγαλύτερο από τους διαδόχους, Σουλεϊμάν, υπέγραψε, με  τη σύμπραξη  της  Βενετίας  και  της Γένουας, συνθήκη  συμμαχίας  και συνεργασίας, με την οποία πήρε πίσω τη Θεσσαλονίκη και τα περίχωρά της, τη Χαλκηδόνα, τη Σκόπελο, τη Σκιάθο και τη Σκύρο, ενώ σταμάτησε τον επαχθέστατο για το Βυζάντιο  ετήσιο φόρο υποτέλειας στους Τούρκους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου