Οι φόβοι της Μεγίστης Λαύρας για την καταπάτηση από τους Σκυριανούς της κτηματικής της περιουσίας
Τον Απρίλιο 1830 η Μεγίστη Λαύρα έστειλε μία αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τους προϊσταμένους της, (προηγούμενο Ναθαναήλ, εκκλησιάρχη Παρθένιο και τον Χατζηπαρθένιο), στην έδρα της Κυβερνήσεως και καταθέτουν αναφορά στον Κυβερνήτη και να τον παρακαλέσουν να εκδώσει της απαραίτητη διαταγή, για να αναλάβει πάλι «την κατοχήν και οικονομίαν των κατά την Ελληνικήν Επικράτειαν μετοχίων της, επομένως και του εν Σκύρω τοιούτου».
Ο Καποδίστριας μεταβιβάζει την αναφορά στην «Επί των Εκκλησιαστικών Γραμματεία» (αριθ. 4049, 22 Απριλίου 1830).
Στην αναφορά αυτή εκφράζεται το ενδιαφέρον της Μεγίστης Λαύρας για την κατάσταση των μετοχιών της, που βρίσκονταν μέσα στα όρια της ελληνικής επικράτειας, και το καθεστώς που θα ισχύει γι’ αυτά, με τη νέα κατάσταση, που είχε προκύψει από την Επανάσταση και την απελευθέρωση.
Διατυπώνεται το αίτημα με πρόλογο κολακείας ως εξής: «Θεοσοφώτατε Κυβερνήτα και ευσπλαχνικώτατε Κύριε! Την υμετέραν μεγαλοφυεστάτην εξοχότητα ταπεινώς προσκυνούμεν εκ βαθέων ψυχής εν Κυρίω ευχόμενοι…ίνα παρακαλέσωμεν, εάν έτι η κυριότης των παρά των αοιδήμων βασιλέων δοθέντων τη ιερά ημών μονή χρυσοβούλλων ισχύη και ου κατήργηται, εκ των σεβασμίων μεν, αγνώστων δε παρ’ ημίν θεσπισμάτων της σεβαστής διοικήσεως της Ελλάδος και δυνάμεθα παραλαβείν ως οικεία τα τε κατά τόπον μετόχια και εκκλησίας και τα δίκαια, των όποιων ως κυρίους ημάς αποφαίνονται τα δε ρηθέντα χρυσόβουλλα των βασιλέων και τα κατά καιρούς πατριαρχικά συγκίλια…Της υμετέρας μεγαλοφυεστάτης εξοχότητας ικέται προς θεόν διάπυροι και δούλοι οι, εν ιερά μεγίστη λαύρα του Άθωνος ενασκούμενοι πατέρες. αωλ΄, Μαρτίου ιε΄»[1].
Η Μεγίστη Λαύρα φοβόταν την καταπάτηση από τους Σκυριανούς της κτηματικής της περιουσίας και τη μη αναγνώριση των ιδιοκτησιακών τίτλων των μετοχίων της. Αιτείται την αναγνώριση των αντιπροσώπων της ως διαχειριστών και πληρεξουσίων επιτρόπων όλων των μετοχίων, που γεωγραφικά εκτείνονται στα όρια του απελευθερωμένου κράτους.
Ο Καποδίστριας ικανοποιεί το αίτημα της Λαύρας. Επίσης αναγνωρίζει την κατοχή και ιδιοκτησία των μετοχίων της με την έκδοση σχετικής απόφασης με Αριθμό 714: «Ο Κυβερνήτης της Ελλάδος…Κρίνοντες ιερότατον των χρεών μας να προστατεύωμεν τα κατά την Επικράτειαν κείμενα μετόχια και αφιερώματα των εκτός της Επικρατείας, Ιερών Μοναστηρίων... Διατάττομεν α'. Οι πανοσιώτατοι... αναλαμβάνουσιν την κατοχήν και οικονομίαν των, κατά την Ελληνικήν ’Επικράτειαν μετοχίων και αφιερωμάτων των ανηκόντων εις το ιερόν τούτο μοναστήριον. β'. Αι κατά τόπους πολιτικαί και εκκλησιαστικαί αρχαί οφείλουν να δίδωσιν εις τους ειρημένους επιτρόπους πάσαν υπεράσπισιν εις την σύναξιν των, εκ των αφιερωμάτων τούτων, ετησίων προσόδων…Εν Ναυπλίω τη 8 Μαΐου 1830»[2].
Μετά από αυτή την εξέλιξη η αντιπροσωπεία της Λαύρας μεταβαίνει στη Σκύρο και ζητά από τον ηγούμενο Νεόφυτο να τους παραδώσει το μετόχιο, πράγμα που έγινε τον Αύγουστο του ίδιου έτους.
Ο ηγούμενος Νεόφυτος παραπονείται στην Κυβέρνηση κατά των Λαυριωτών μοναχών ότι αυτοί δεν αποδέχονται τις οικονομικές του υποχρεώσεις και αποποιούνται τα έξοδά του π.χ. δάνεια για την ανακαίνηση και άλλες υποχρεώσεις. Η «επί των Εκκλησιαστικών Γραμματεία» μεταβιβάζει το αίτημα του Νεόφυτο στον Διοικητή Σκοπέλου, με την διαταγή να διευθετήσει τη διαφορά που προέκυψε.
Ο διοικητής Σκοπέλου απαντά (Έγγραφο με αριθμό 2247/21/10/830) ότι: «συνεννοηθείς μετά του αγίου Σκύρου Γρηγορίου (Επίσκοπο) εσυμβίβασα αυτούς επί παρουσία της θεοφιλίας του, εις τρόπον ώστε αμφότεροι έμειναν ευχαριστημένοι…».
Στη συνέχεια ο πληρεξούσιος της Ιεράς Συνόδου της Μεγίστης Λαύρας προηγούμενος Ναθαναήλ με επιστολή του στις 3 Ιανουαρίου 1831 προς την «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου παιδεύσεως Γραμματείαν», αμφισβητεί τις οικονομικές δεσμεύσεις του πρώην ηγουμένου Νεοφύτου προς το Ορφανοτροφείο Αίγινας και των Σχολείων της Σκύρου, προφασιζόμενος ότι αυτά αποτελούσαν προσωπικές δεσμεύσεις του Νεοφύτου και «ουχί εξ αποφάσεως ή εγκρίσεως της Ιεράς Συνάξεως της Μεγίστης Λαύρας». Το ίδιο πράττει και η «Σύναξις της αδελφότητος της Λαύρας». Για το πρόβλημα, που προέκυψε τον Αύγουστο του 1833, ο διοικητής των Βορείων Σποράδων ζήτησε από τη Δημογεροντία της Σκύρου, με την οποία βρισκόταν σε διένεξη, πληροφορίες για τις Μονές στη Σκύρου.
Η Δημογεροντία απαντά αορίστως ότι: «Δια να ληφθώσιν ακριβείς γνώσεις των απαιτουμένων εις το υπ’ αριθ. Έγγραφον είναι χρεία καταγραφής των Μοναστηριακών κτημάτων και διηνεκούς παρατηρήσεως, τα οποία είναι έργον επίπονον και πολυκαιρικόν χρήζοντα διορισμένων επί τούτο άνθρωπον δια να ενοχληθή, μολαταύτα εκθέτομεν αυτά εν συνόψει και με σέβας υποσημειούμεθα»[3].
Αλλά και ο Αρχιμανδρίτης Σεραφείμ Καρακαλλινός (Κουτσούπης) απάντησε σε σχετικές εγκυκλίους της Νομαρχίας Εύβοιας.
Σχετική αναφορά γίνεται στο 3ο Κεφάλαιο «Η Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία στη Σκύρο» - «Ενοριακοί Ναοί και κληρικοί της Σκύρου» στη σελίδα 145.
(Από το βιβλίο του Γεωργίου Κρίκα
«Σκύρος: Η Ορθόδοξη Χριστιανική Παράδοση και Λατρεία»)
[1] Βασιλείου Γ. Ατέση, «Ιστορία της Εκκλησίας της Σκύρου», Eταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήναι 1961- σελίδες 167-168
[2] Βασιλείου Γ. Ατέση, «Ιστορία της Εκκλησίας της Σκύρου», Eταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήναι 1961- σελίδες 168-169
[3] Βασιλείου Γ. Ατέση, «Ιστορία της Εκκλησίας της Σκύρου», Eταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήναι 1961- σελίδα 180
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου