Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Σημαντικοί σταθμοί στην μακρόχρονη ιστορία της Σκύρου

 

 

                                                                          Το Παλαμάρι

       Από τη νεολιθική περίοδο στον 18ο αιώνα

 

Η Σκύρος κατοικήθηκε (σύμφωνα με ευρήματα ανασκαφών) από τη νεολιθική περίοδο  (5500–2800 π.Χ.)[1]. Ακμάζει κατά την πρώιμη εποχή του χαλκού (3200–2000 π.Χ.)[2] και φτάνει στο απόγειο της ακμής της κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο (1600–1100 π.Χ.)[3] έχει σημαντική παρουσία και στα γεωμετρικά και στα αρχαϊκά χρόνια. Στο Αρχαιολογικό  Μουσείο  Σκύρου[4]  εκτίθενται  σημαντικά ευρήματα ανασκαφών, καθώς και ευρήματα από την αρχαιολογική θέση      Παλαμάρι της πρώϊμης εποχής του χαλκού.

Την 3η και 2η χιλιετία π.X. στο βορειοανατολικό άκρο της Σκύρου, στη ράχη του χαμηλού ακρωτηρίου Καστράκι στον όρμο Παλαμάρι υπήρχε οικισμός της Πρώιμης και της Μέσης Χαλκοκρατίας, ο οποίος ήκμασε για 11 περίπου αιώνες και εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 17ου π.Χ. αιώνα. Υπολογίζεται ότι στο Παλαμάρι της 3ης χιλιετίας διαβιούσαν 800 έως 1.000 κάτοικοι.[5]

Η οχυρωμένη πόλη στο Παλαμάρι της Σκύρου[6] είχε πολεοδομική οργάνωση, κεντρικούς αγωγούς στους δρόμους και στοιχεία πρώιμου αστικού πολιτισμού.

Εστίες, φούρνοι διαμορφωμένα δάπεδα και λιθόκτιστα πεζούλια βρίσκονταν τόσο μέσα στα σπίτια όσο και στον αύλειο χώρο τους.[7]

Η Σκύρος είχε κομβική θέση στις θαλάσσιες οδούς της αρχαιότητας. Ήταν, το «σταυροδρόμι» που συνέδεε κατά την 3η π.Χ. χιλιετία τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου με τις Κυκλάδες και τις Μικρασιατικές ακτές με την ηπειρωτική Ελλάδα.

Παρείχε ασφαλή λιμάνια για τους ναυτικούς, αλλά η διέλευση της θαλάσσιας περιοχής είχε πολλούς κινδύνους.

Διάφορα φύλα, όπως οι Πελασγοί[8], οι Κάρες[9], οι Λέλεγες[10], οι Δρύοπες[11] και οι Δόλοπες[12], κατοίκησαν στη Σκύρο.  Πελασγιώτες εμφανίζονται να εγκαθίστανται και στη Σκύ­ρο. Η παράδοση τοϋ Διοδώρου θεωρεί ότι η Σκύρος αποικίσθηκε από τον Ενυέα, ο οποίος ήρθε με τον Στάφυλο από την Κρήτη. Θα ήταν πολύ περίεργο αν οί έγκατασταθέντες άποικοι στην Πεπάρηθον αγνόησαν τη Σκύρο.

Η παράδοσις του Ανωνύ­μου λέει ότι τη Σκύρο κατέλαβαν Πελασγιώτες από τη Θράκη. Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι εις αυτούς αποδίδονται τα παμπάλαια κυκλώπεια τείχη και οι παλαιότεροι οικισμοί του Αιγαίου, τότε κακώς οι Πελασγοί ή Πελασγιώται παραμένουν μυστηριώδεις Επίσης, επί πλέον λόγος είναι ότι, τούς Πελασγούς τους βρίσκουμε, κατά τον Όμηρο, μεταξύ των λαών της Κρήτης (τ.175-177)[13].  Από τους Πελασγούς  κατασκευάζονται  τα πρώτα οχυρωματικά τείχη στη Σκύρο. Η ακρόπολη παρέμεινε οχυρωμένη σε όλη την κλασική περίδο, αλλά και αργότερα στους Ρωμαϊκούς και τους Βυζαντινούς χρόνους.

Πιθανολογείται ότι το νησί  είχε καταληφθεί από τους Κρήτες στην φάση των Μινωικών  αποικισμών με επικεφαλής τον βασιλιά Ενυέα[14], ο οποίος εκδιώχτηκε από τον Αχιλλέα.[15] Ωστόσο, προσέγγιση του γεγονότος αποτελούν ευρήματα Μινωϊκής εποχής στη γειτονικό νησί της Σκοπέλου. Τό 1936 άνακαλύφθηκε στη Σκόπελο, στην άρχαία Πεπάρηθον, βασιλικός ή πριγκηπικός τάφος, ο οποίος προσδιορίζεται χρονικά στους χρόνους, κατά τούς οποίους έγινε ο Μινωϊκός αποικισμός της Πεπαρήθου (1500-1450 π.Χ.)[16]

Τον Ενυέα[17] εγκαθιστά ο ίδιος ο Ροδαμάνθυς[18] και του δίνει την Σκύρο[19].

Ο Ενυεύς αναφέρεται στην Ιλιάδα, όπου ο Όμηρος αποκαλεί την Σκύρο «Ἐνυῆος πτολίεθρον». «Σκύρον ελών αιπείαν Ἐνυήος πτολίεθρον»[20]. Σε μετάφραση, «Το κάστρο του Ενυέα σαν κούρσεψε, την πετρωτή τη Σκύρο»[21].

Η πληροφορία γίνεται περισσότερο σαφής  με τα στοιχεία κρητικών πηγών, τα οποία παραθέτει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης[22]. Ο ιστορικός μιλάει για τη μεγάλη ναυτική δύναμη του Μίνωος, με την οποία κατώρθωσε «των τε νήσων τάς πλείστας καταστρέψασθαι και πρώτον των ‘Ελλήνων θαλαττοκρατήσαι».

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι ο Ραδάμανθυς κατανέμει τα κατακτηθέντα εδάφη εις τους περί αυτόν, «Εις τον υιόν Ερυθρόν παραδίδει την βασιλείαν των απ’ αυτού κληθεισών Ερυθρών, εις τον Οινοποίωνα, υιόν του Διονύσου και της Αριάδνης, την Χίον», «των δ’ άλλων των περί αυτόν ηγεμόνων εκάστω νήσον ή πόλιν δωρήσασθαι  λέγουσι τον Ραδάμανθυν, Θόαντι μεν Λήμνον, Ενυεΐ δε Σκύρον, Σταφύλω δε Πεπάρηθον, Ευάνθει δε Μαρώνειαν, Αλκαίω δε Πάρον, Ανίωνι δε Δήλον, Ανδρεί δε την απ’ εκείνου κληθείσαν Άνδρον»[23]. Μέχρι σήμερα δε βρέθηκαν στο νησί της Σκύρου μινωικά ή μυκηναϊκά αγγεία ή άλλα ευρήματα.

Παρόλο που, με την έλλειψη ασφαλών αρχαιολογικών ενδείξεων είναι πολύ δύσκολο να αποδείξουμε την ύπαρξη Μινωϊκού πολιτισμού, με βάση τις παραδόσεις και τα ελάχιστα άλλα στοιχεία τα οποία διαθέτουμε, μπορούμε να δεχτούμε σα γεγονός τον αποικισμόν της Σκύρου από μια ομάδα Κρητών.

Η προφορική μυθική παράδοση θέλει τον Ενυέα ως γιό του Διονύσου και της Αριάδνης, όπως και οι Οινοποίωνας[24] και Στάφυλος[25].  Εδώ ο μύθος συνδέει τον Ενυέα με την καλιέργεια αμπελιών στη Σκύρο αφού φαίνεται πως, ο θεός Διόνυσος λατρευόταν στη Σκύρο. Ο ναός του τοποθετείται στη Μονή του Αγίου Γεωργίου, στην τοποθεσία Προβακάς, ονομασία που σχετίζεται με το θεό Βάκχο. Πιθανώς το κρασί που προσφέρεται στο πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου να αποτελεί συνέχεια του Διονυσιακού εθίμου[26].

Η κρητική κυριαρχία τελειώνει με την εισβολή των Δολόπων[27]. Οι Δόλοπες, που αποτελούσαν τμήμα της φυλής των Πελασγών, με τον καιρό μετατράπηκαν σε επικίνδυνους πειρατές και έγιναν μάστιγα ολόκληρου του Αιγαίου.                              

Η πρώτη προσπάθεια συστηματικής καταστολής και συνάμα ηθικής απονομιμοποίησης της πειρατείας στους ιστορικούς χρόνους, ήλθε από την Αθήνα τον 5ο αιώνα π.Χ.

 Έχοντας εξασφαλίσει τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο σχεδόν ολόκληρου του Αιγαίου Πελάγους μέσω της Δηλιακής Συμμαχίας, οι Αθηναίοι εξαπέλυσαν άγριο κυνηγητό εναντίον οποιουδήποτε απειλούσε την απρόσκοπτη διακίνηση των πλοίων και των εμπορευμάτων.

Από εκείνη την περίοδο διασώζονται τουλάχιστον δύο εκστρατείες με αποκλειστικό αντικειμενικό σκοπό την καταστολή της πειρατείας: του Κίμωνα εναντίον των Δολόπων της Σκύρου[28] και του Περικλή στη Θράκη.

Το 475 π.Χ., ο Κίμων νίκησε τους Δόλοπες[29], κατέλαβε ολόκληρο το νησί και το προσάρτησε στην Α' Αθηναϊκή Συμμαχία[30]. Εγκατέστησε Αθηναίους κληρούχους, ως αποίκους, και το μετέτρεψε σε Αθηναϊκή αποικία[31].

Οι Αθηναίοι άποικοι ανήκαν στις κατώτερες τάξεις των ζευγιτών[32] και των θητών[33] και μετοίκιζαν μετά από απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου. Τους παραχωρούσαν γεωργική γή για καλλιέργεια, σε έκταση ανάλογη με τη γονιμότητά της, ώστε να εξασφαλίζουν το ελάχιστο εισόδημα διαβίωσης. Το εισόδημα αυτό υπολογίζονταν σε 200 δραχμές.[34] Ο Κίμων υποστήριξε ότι έχει βρει τα λείψανα του Θησέα και τα μετέφερε στην Αθήνα[35]. Πως βρέθηκε στη Σκύρο από τον Κίμωνα ο τάφος, αφού σύμφωνα με τον Πλούταρχο στον ίδιο βίο (Θησ. 35) τον Θησέα εξόντωσε ο βασιλιάς του νησιού σπρώχνοντάς τον σε γκρεμό.

Το 404 π.χ. μετά τη ναυμαχία μεταξύ Σπαρτιατών και Αθηναίων, με τη νίκη των πρώτων, στους Αιγός Ποταμούς[36] περιέρχεται υπό την κυριαρχία της Σπάρτης.

Το 386 π.χ. με την Ανταλκίδειο ειρήνη[37] επιστρέφει υπό την κυριαρχία της Αθήνας.

Η Σκύρος ανήκε στην Αθηναϊκή Συμμαχία της νησιωτικής περιοχής[38] και πλήρωνε συμμαχικό φόρο[39]. Επιγραφή του 4ου αιώνα π.χ., η οποία περιλαμβάνεται στους Ελευσίνιους πίνακες, αναφέρει ότι τα πρωτόλεια[40] που έφεραν οι Σκυριανοί στο Ναό ήταν 48 μέδιμνοι κριθάρι και 8 μέδιμνοι[41] σιτάρι[42].

Στους  καταλόγους των συνεισφορών του Συμμαχικού Ταμείου παρατηρούμε τη μεγάλη διαφορά μεταξύ τού καταβαλλόμενου ποσού της αφ’ ενός της Πεπαρήθου και αφ’ ετέρου της Σκιάθου και Ικου[43].  Οι δύο τελευταίες ήταν «διπόλεις» και η Σκύρος, που είναι μεγαλίτερη από τις παραπάνω είχε μια μόνον πόλη, ενώ ή Πεπάρηθος είχε τρεις: τήν Πεπάρηθον, τήν Πάνορμον καί τον Σελινούντα.

Έχει το δικό της νόμισμα. Ένα μάλιστα αργυρό το 469 π.χ. απεικονίζει φύλλο συκιάς.

Το 340 π.Χ. οι Μακεδόνες κατέλαβαν το νησί.

Το 197 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Τίτος Κουίντος Φλαμινίνος[44], υποστηριζόμενος και από τις δυνάμεις της Αιτωλικής συμπολιτείας[45], κατάφερε να νικήσει τον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας[46] στη θέση Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.)[47]. Τότε η Σκύρος βρέθηκε  υπό την κατοχή των Ρωμαίων. Αποτέλεσε τόπο εξορίας ισχυρών προσώπων.

Το 42 μ.χ., μετά τη μάχη των Φιλίππων[48] (κατά τον εμφύλιο ρωμαϊκό πόλεμο), ο Μάρκος Αντώνιος[49] κατέβηκε νότια στην Ελλάδα. Στους Έλληνες φέρθηκε φιλικά. Έκανε πολλά δώρα και ιδιαίτερα στην πόλη των Αθηνών. Έτσι, δώρισε την περιοχή, μαζί με άλλα νησιά του Αιγαίου, στην Αθήνα, με σκοπό τον προσεταιρισμό της.

Τη Ρωμαϊκή κυριαρχία διαδέχτηκε το Βυζάντιο, οπότε η Σκύρος υπάγεται στο «Θέμα του Αιγαίου Πελάγους»[50] και επικρατεί στο νησί η Χριστιανική θρησκεία.

Το 267 μ.Χ. ο Ελλαδικός χώρος δέχεται την εισβολή και τις λεηλασίες από τους Ερούλους[51]. Μεταξύ των πόλεων που λεηλατήθηκαν ήταν και η Σκύρος.

Το 886-912 μ.Χ.  δέχεται λεηλασίες από τους Σαρακηνούς[52], την εποχή του Λεόντος του Σοφού[53].

Το 1204[54] η Κωνσταντινούπολη κατελήφθη από τους Σταυροφόρους[55], οπότε και άρχισε ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας ανάμεσα στο φράγκο βασιλιά Βονιφάτιο τον Μομφερατικό[56] και τον Δόγη της Βενετίας[57].

Το  1207 η Σκύρος κυριεύεται από τους αδερφούς Γκίζι και συγκεκριμένα τον Ιερεμία Γκίζη[58], όπως και η Σκιάθος, η Σκόπελος και η Μύκονος, και έγινε κτήση Βενετών και Φράγκων. Η Βενετία αρχικά δεν ενδιαφερόταν για την κατοχή εκτεταμένων περιοχών, αλλά κυρίως νησιών ή παραλιακών πόλεων που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βάσεις ανεφοδιασμού και θέσεις-κλειδιά για το διαμετακομιστικό εμπόριο με την Ανατολή, και τη διατήρηση της κυριαρχίας της στις θαλάσσιες επικοινωνίες.

Το 1277 οι Βυζαντινοί ξανακατάκτησαν το νησί.

Τέλος του 14ου αιώνα κατελήφθη από τους Οθωμανούς και παρέμεινε υπό την κυριαρχία τους μέχρι το 1404.

Με την ήττα των Τούρκων στην αποφασιστική μάχη της Άγκυρας[59] στις 28 Ιουλίου του 1402, από τον ηγεμόνα των Μογγόλων Ταμερλάνο[60], ακολούθησε μία περίοδος από εσωτερικές διαμάχεςν ανάμεσα στους διαδόχους του Βαγιαζήτ Α ́[61], μετά το θάνατό του το Μάρτιο του 1403. Από την αρχή αυτής της διαμάχης Οθωμανικής Μεσοβασιλείας[62] ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μανουήλ Β΄ ο Παλαιολόγος[63] αναμείχθηκε ενεργά.

Έτσι το 1404 ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ ο Παλαιολόγος προσεταιριζόμενος τον  πρεσβύτερο εκ των διαδόχων, Σουλεϊμάν[64], υπέγραψε, με  τη  σύμπραξη  της  Βενετίας  και  της  Γένουας, συνθήκη  συμμαχίας  και συνεργασίας, με την οποία πήρε πίσω τη Θεσσαλονίκη και τα περίχωρά της, τη Χαλκηδόνα, τη Σκόπελο, τη Σκιάθο και τη Σκύρο, ενώ σταμάτησε τον επαχθέστατο για το Βυζάντιο  ετήσιο φόρο υποτέλειας στους Τούρκους.

Το 1453 με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως[65] οι Οθωμανοί προσάρτησαν μια σειρά Βενετικών κτήσεων στον Ελλαδικό χώρο.

Το 1454 οι Ενετοί αντέδρασαν και προχώρησαν στην πρόσκτηση ορισμένων νησιών και συγκεκριμένα εκείνα των Βορείων Σποράδων (Σκύρος, Σκιάθος, Σκόπελος). Ειδικότερα η  γεωγραφική θέση του νησιωτικού συμπλέγματος των Σποράδων τις καθιστούσε ένα είδος χρήσιμου εξαρτήματος της Εύβοιας μιας από τις πολυτιμότερες κτήσεις της μητρόπολης. Οι κάτοικοι των παραπάνω νησιών εντάχθηκαν στο αποικιακό κράτος της Βενετίας με δική τους βούληση, όπως αντίστοιχα έπραξαν και οι Λήμνιοι με τους Οθωμανούς. Από το 1455 μέχρι το 1537 πέρασαν 27 Βενετοί έπαρχοι από τη Σκύρο.

Τo 1470, κατά τον πρώτο Βενετοτουρκικό πόλεμο (1463-1479)[66], οι Οθωμανοί στο πλαίσιο της εκστρατείας τους για την άλωση της Χαλκίδας επιτίθενται στην Σκύρο, όπου η Βενετική φρουρά αποσύρεται στο κάστρο, ενώ οι κατακτητές πυρπολούν και λεηλατούν την πόλη και την ύπαιθρο, αλλά αποτυγχάνουν να καταλάβουν το Κάστρο.[67]

Το 1538 κατελήφθη από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα[68] και έγινε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παραμένει υπό την κυριαρχία τους ως την Ελληνική ανεξαρτησία. Το νησί απέκτησε προνόμια και δεν είχε τουρκική φρουρά, αλλά υπέφερε από τις επιδρομές πειρατών, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί του να καταφεύγουν στο Κάστρο.

Κατά τη διάρκεια του Ε΄Βενετοτουρκικού πολέμου (1645-1669)[69], το νησί επέστρεψε τους Βενετούς για μερικά χρόνια (μεταξύ 1652 και 1669) και έπειτα μέχρι την Ελληνική Επανάσταση, συνεχίστηκε η τουρκική κυριαρχία στο νησί.

Το 1652 ο Λεονάρδος Φώσκολος,[70] αρχηγός του στόλου της Βενετίας, επιτίθεται στο κάστρο που κατέχουν οι Οθωμανοί και λεηλατεί το νησί[71].

Το 1702 επισκέφτηκε το Νησί ο Γάλλος βοτανολόγος και περιηγητής Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ.[72]  Όπως καταγράφει, στο νησί υπάρχει μόνο ένας οικισμός, κτισμένος κάτω από απόκρημνο βράχο με κωνική μορφή. Αναφέρει ότι ο πληθυσμός του ήταν περίπου 300 οικογένειες.

Κατά τη διάρκεια του Ορλόφ[73] (1770-1774), η θαλάσσια περιοχή της Σκύρου, η οποία είχε απελευθερωθεί από τους Ρώσους, ελέγχεται από το ρωσικό στόλο.

Το 1806 o Leake[74] αναφέρει και ένα δεύτερο χωριό, αλλά μόνο σαν θερινή διαμονή των τσοπάνηδων.[75]

Το 1816 Τουρκαλβανοί Λιάπηδες, μαζί με Ρωμιούς, λεηλατούν το νησί, σαν συνέχεια της διαμάχης τους με τους Ρωμιούς Λιάπηδες.[76]



[1] Ως νεολιθική περίοδος ορίζεται εκείνη η περίοδος της ανθρώπινης πολιτισμικής ανάπτυξης που ακολουθεί την Παλαιολιθική και τη Μεσολιθική περίοδο και είναι τμήμα της Ολόκαινου Εποχής. Η Νεολιθική περίοδος ξεκίνησε περίπου το 10.000 π.Χ. στη Δ. Ασία και το 5.500 π.Χ. στην κεντρική Ευρώπη, ενώ οι πρωιμότεροι οικισμοί στην Ελλάδα χρονολογούνται λίγο πριν από το 6.500 π.Χ. Πρόκειται για μια περίοδο της ιστορίας κατά την οποία θεσμοθετείται σε μεγάλο εύρος η μόνιμη εγκατάσταση, η εξημέρωση των ζώων και των φυτών αλλά και η χρήση της κεραμικής μετά την Ακεραμική Νεολιθική. Κατά την περίοδο αυτή συνεχίζεται η χρήση των απολεπισμένων λίθινων εργαλείων, ενώ γενικεύεται η χρήση των τριπτών ή λειασμένων λίθινων εργαλείων, τα οποία εμφανίζονται κατά τη Μεσολιθική.

[2] Η Εποχή του Χαλκού διαιρείται σε τρεις κύριες περιόδους, την Πρώιμη (3η χιλιετία π.Χ.), τη Μέση (α΄ μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ.) και την Ύστερη Χαλκοκρατία (1540-1100 π.Χ.).

Η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού χαρακτηρίζεται από την νάπτυξη ναυσιπλοίας, τη συγκρότηση ιδιαίτερων πολιτιστικών ενοτήτων (Bορειοανατολικό Aιγαίο, Kυκλάδες και κυρίως Eλλάδα), τη δημιουργία οργανωμένων οικισμών, τον έλεγχο για πρώτη φορά της οικονομίας, με την συγκέντρωση αγαθών και τη χρήση σφραγίδων.

[3] Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ήταν ο πρώτος ελληνικός πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε την περίοδο 1600-1100 π.Χ. κυρίως στην κεντρική και νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Το επίθετο «μυκηναϊκός» προέρχεται από την πρώτη αρχαιολογική θέση στην οποία εντοπίστηκε, τις Μυκήνες της Αργολίδας, που αποτελούν και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του.

[4] Το 1963 ιδρύθηκε το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σκύρου, με τα εγκαίνια να γίνονται 10 χρόνια αργότερα το 1973.

[5] Τρανταλίδου Κ., 2012, Ο οχυρωμένος προϊστορικός οικισμός στο Παλαμάρι Σκύρου: διεπιστημονική συνάντηση για το έργο έρευνας και ανάδειξης

[6] Ο προϊστορικός οικισµός του Παλαµαρίου βρίσκεται στο ΒΑ άκρο της Σκύρου, στη ράχη ενός χαµηλού (19,5 µ. από την επιφάνεια της θάλασσας) ακρωτηρίου. Ο αρχαίος οικισµός είχε µεγαλύτερη έκταση από τα 17 στρέµµατα. Η γεωµορφολογική ανάλυση της περιοχής έδειξε ότι η σηµερινή ακτογραµµή είναι τελείως διαφορετική από αυτή που επικρατούσε κατά την 3η και τη 2η χιλιετία π.Χ. Ο λόφος του Παλαµαρίου εκτεινόταν ανατολικότερα µέχρι τη βραχονησίδα στο µέσο του σηµερινού όρµου, σχηµατίζοντας έτσι ένα υπήνεµο φυσικό λιµάνι. Η οχυρωµένη πόλη του Παλαµαρίου πρέπει να απετέλεσε κοµβικό σηµείο αναφοράς, καθώς βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν του Αιγαίου, όπου διασταυρώνονταν οι θαλάσσιοι δρόµοι επικοινωνίας των ακτών και των νησιών από τις Κυκλάδες έως το βόρειο Αιγαίο και από τα µικρασιατικά παράλια έως την Εύβοια και τον Παγασητικό. Βασικό στοιχείο του οικισµού στο Παλαµάρι αποτελεί η σύνθετη και ισχυρή οχύρωση µε πεταλόσχηµους προµαχώνες που πλαισιώνουν το τείχος.

[7] www.greek-crossroads.gr/contact/

[8] Οι Πελασγοί, κατά τους αρχαίους Έλληνες, ήταν λαός τον οποίο εκείνοι θεωρούσαν προκατόχους ή προγόνους των Ελλήνων. Περιοχές όπως η Θεσσαλία και η Αττική θεωρούνταν παραδοσιακά ως περιοχές στις οποίες κατοικούσαν Πελασγοί. Γενάρχης των Πελασγών αναφέρεται ο Πελασγός.

[9] Οι Κάρες ήταν αρχαιότατος λαός στην Μικρά Ασία, που κατοικούσε ΝΔ της Ιωνίας, στην Καρία.[1] Γείτονες λαοί τους ήταν οι Πελασγοί, οι Καυκάνοι, και οι Λέλεγες. Οι Κάρες κατοικούσαν κυρίως στη απόκρημνη Μυκάλη, την Μίλητο και την κοιλάδα του ποταμού Μαιάνδρου.

[10] Οι Λέλεγες είναι εθνωνύμιο για ένα προελληνικό φύλο το οποίο αναφέρεται ότι ζούσε στην περιοχή του Αιγαίου (ηπειρωτική Ελλάδα, τις Κυκλάδες και τη Μικρά Ασία) πριν τον ερχομό των Ελλήνων,[1][2] Στις αρχαίες πηγές είναι, μαζί με τους Πελασγούς, το συχνότερα αναφερόμενο προελληνικό φύλο.[3] Η ύπαρξή τους αμφισβητείται.

[11] Οι Δρύοπες (βλέπε επίσης Δόλοπες) ήταν μία Πελασγική προ-ελληνική φυλή που κατοικούσε στην Ελλάδα. Η ετυμολογία του ονόματος Δρύοπες προέρχεται από το δέντρο "Δρυς", και σημαίνει «οι άνθρωποι της Δρυός» Στα Αρβανίτικα/Αλβανικά το ξύλο είναι Dru/Ντρου - Δρου/Δρύ. Γενάρχης τους ήταν ο Δρύοπας ή Δρύοψ, γιος του Πρίαμου.

[12] Οι Δόλοπες φαίνεται πως μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ παρέμεναν αυτόνομοι. Ανήκαν στην Δελφική Αμφικτυονία και εκπροσωπούνταν στο αμφικτυονικό συνέδρειο με δύο ψήφους. Από τον 6ο αιώνα βρίσκονταν για μεγάλες περιόδους κάτω από την εξουσία των ισχυρότερων γειτόνων τους, αρχικά των Θεσσαλών και αργότερα των Αιτωλών. Το 374 π.χ. υποτάχτηκαν στον τύραννο των Φερρών Ιάσονα. Τα χρόνια που ακολούθησαν υποτάχτηκαν στους Μακεδόνες και την συνέχεια έγιναν μέρος της Αιτωλικής Συμπολιτείας μέχρι την Ρωμαϊκή κατάκτηση το 168 π.Χ. Όπως αναφέρει ο Παυσανίας οι Δόλοπες είχαν εξαφανιστεί ως λαός κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ.

[13]« Άλλη δ’ άλλων γλώσσα μεμιγμένη έν μέν Αχαιοί, Εν δ’ Ετεόκρητες μεγαλήτορες, έν δέ Κύδωνες, Δωριέες τε τριχάικες διοί τε Πελασγοί»

[14] Ανώνυμος 1931. «Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκης, Τόμος 11ος: 569».

[15] Αρβανιτόπουλος 1927. «Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκης, Τόμος 5ος: 612»

[16] Ν. ΠΛΑΤΩΝ (1934) -Έφορος τής Β΄ Αρχαιολ. Περιφερείας (Βοιωτίας, Φθιώτιδος, Φωκίδος, Ευβοίας και Σποράδων) Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly

[17] Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Ενυέας (Ενυεύς) είναι γνωστός ένας βασιλιάς της νήσου Σκύρου. Ο Ενυέας σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα όταν ο τελευταίος κυρίευσε την πρωτεύουσά του πριν λάβει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Ενυεύς   αναφέρεται στην Ιλιάδα του Ομήρου (ραψωδία Ι, στίχος 668). . Ο Ενυεύς, ήταν πατέρας της Ιφιος, που έδωσε ο Αχιλλέας στον Πάτροκλο ως δούλη, αφού κατέλαβε το νησί (Ιλιάδα ραψωδία Ι, στίχος 667)

[18] Πέρδικα 1940. «Σκύρος. Εντυπώσεις και περιγραφαί: Ιστορικά και λαογραφικά σημειώματα, ήθη  και  έθιμα, μνημεία του λόγου του λαού».

[19] Σαπουνά- Σακελλαράκη 1997. «Σκύρος. Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων».

[20] Ιλιάδα Ομήρου, Ραψωδία Ι, 668

[21] Μετάφραση της Ιλιάδας: Ν. Καζαντζάκη και Ι. Θ. Κακριδή, 1955

[22] Ο Διόδωρος Σικελιώτης ήταν αρχαίος Έλληνας ιστορικός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στον Αγύριο της Σικελίας γύρω στο 80 π.Χ. και πέθανε γύρω στο 20 π.Χ. Οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε γι' αυτόν προέρχονται από το ίδιο το έργο του, την Ιστορική Βιβλιοθήκη, το οποίο έγραψε κατόπιν παραγγελίας των Ρωμαίων, όπως μας πληροφορεί στην εισαγωγή του

[23] Ν. ΠΛΑΤΩΝ (1934) -Έφορος τής Β΄ Αρχαιολ. Περιφερείας (Βοιωτίας, Φθιώτιδος, Φωκίδος, Ευβοίας και Σποράδων) Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly (EEST - 62.74.25.77)

[24] Ο Οινοπίων στην ελληνική μυθολογία ήταν οικιστής και πρώτος βασιλιάς στη νήσο Χίο, προσωποποίηση του τρύγου, δευτερεύουσα θεότητα του αμπελιού και του τρύγου.

Ήταν γιος του Διονύσου ή του Θησέα και της Αριάδνης.

[25] Υπάρχουν τρεις εκδοχές στη Μυθολογία για την καταγωγή του Στάφυλου.

1.  Βοσκός του βασιλιά Οινέα. Το ποτό που ονομάσθηκε οίνος (κρασί) από το όνομα του βασιλιά, ενώ οι καρποί αυτοί ονομάσθηκαν σταφύλια (σταφυλαί) από το όνομα του Σταφύλου.

2.  Γιος του Σιληνού, συντρόφου του Βάκχου. Ο Στάφυλος αυτός ήταν ο πρώτος που σκέφθηκε να αναμίξει τον οίνο με το νερό.

3.  Γιος του θεού Διονύσου και της Αριάδνης ή της Ηριγόνης. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή ο Στάφυλος γεννήθηκε στη Νάξο. Αλλη παράδοση αναφέρει ότι ο Στάφυλος ήταν γιος του Θησέα.

[26] Φαλτάϊτς 1939

[27] Οι Δόλοπες ήταν αρχαίο προελληνικό φύλο εγκατεστημένο γύρω από την οροσειρά των Αγράφων στην κεντρική Ελλάδα. Η περιοχή εγκατάστασης τους ονομαζόταν Δολοπία και περιλάμβανε μία σημαντική έκταση με κέντρο το βόρειο τμήμα του σημερινού νομού Ευρυτανίας. Κύρια πόλη τους ήταν η Κτημένη, που βρισκόταν στην θέση του σημερινού χωριού Κτημένη. Οι Δόλοπες ήταν συγγενικό φύλο των Αιτωλών με τους οποίους συνόρευαν στα νότια. Παρακλάδι τους ήταν οι Δρύοπες οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι λίγο νοτιότερα, στην περιοχή της μετέπειτα Δωρίδας και διασκορπίστηκαν μετά την κάθοδο των Δωριέων. Άλλα συγγενικά φύλα των Δολόπων με τα οποία είχαν κοινή ιστορία ήταν οι Αγραίοι, οι Απεραντοί και οι Αθαμάνες οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι στα βόρεια του σημερινού νομού Αιτωλοακαρνανίας. Συχνά αναφέρονται και αυτοί ως Δόλοπες.

[28] Πλουτάρχου Κίμων, §8.1

[29] «ακοινώνητων και δύστροπων (αμιξία και χαλεπότητι) Δολόπως, που διαμένανε (στη Σκύρο)», (Πλουτ., Κίμων 8).

[30] Η Συμμαχία της Δήλου ή Α' Αθηναϊκή Συμμαχία ήταν μια πολιτική και στρατιωτική ένωση περίπου 150 αρχαίων ελληνικών κρατών-πόλεων κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., υπό την κηδεμονία της πόλης των Αθηνών. Ιδρυμένη το 478 π.Χ., ονομάστηκε έτσι από την αρχική της έδρα, τη νήσο της Δήλου, όπου συναντήσεις διεξάγονταν σε έναν ναό κι όπου τηρούταν το κοινό ταμείο των συμμαχικών πόλεων. Το τελευταίο μεταφέρθηκε στην Αθήνα από τον Περικλή το 454 π.Χ

[31] Θουκυδίδης Βιβλίο Α, κεφάλαιο 98,2

[32] η τρίτη από τις τάξεις που χώρισε ο Σόλων τους αρχαίους Αθηναίους· ανήκαν σ' αυτή όσοι μπορούσαν να διατηρούν ζεύγος βοδιών

[33] Αθηναίος πολίτης χωρίς περιουσία ή σταθερό εισόδημα, μέλος της κατώτερης τάξης

[34] Καλογεροπούλου 1972

[35] όταν ο Κίμων εξεστράτευσε κατά της Σκύρου και την κατέλαβε, άρχισε να ψάχνει όλο το νησί για να βρει τον τάφο του Θησέα. Είχε πια απελπιστεί, όταν είδε ξαφνικά έναν αετό να προσγειώνεται σε ένα λόφο, να τον σκαλίζει με τα νύχια του και να τον κτυπά με το ράμφος του. Ο Κίμων το θεώρησε θεϊκό σημάδι, έσκαψε εκεί και ανακαλύπτει τον τάφο του Θησέα στη Σκύρο, μία παλιά μεγάλη σαρκοφάγο και κοντά της την αιχμή μιας λόγχης και ένα ξίφος.   

(Πλουτ., Κίμων 8). Μεταφέρει τα οστά στην Αθήνα και κτίζει το περίλαμπρο Θησείο. Αυτό είναι το θέλημα της μοίρας και των θεών για να ενισχυθεί η δύναμη και η δόξα των Αθηναίων. Οι Αθηναίοι τον υποδέχθηκαν με λαμπρές τελετές και εναπέθεσαν με ευλάβεια τα λείψανα στο «Θησείον»,

[36] Η ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών τον Σεπτέμβριο του 405 π.Χ. στον Ελλήσποντο ή Δαρδανέλλια είχε αποτέλεσμα τη συντριπτική ήττα των πρώτων. Τότε, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, τελείωσε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος που διαρκούσε 27 χρόνια. Αν και, για την ακρίβεια, δεν συνέβη πραγματική ναυμαχία, δηλαδή θαλάσσια σύγκρουση, αλλά κατάληψη των πλοίων στη στεριά, χάθηκε σχεδόν όλος ο στόλος της Αθήνας (180 πλοία), καθώς έπεσε στα χέρια της Σπάρτης, και οι περισσότεροι σύμμαχοι της Αθήνας την εγκατέλειψαν. Ως αποτέλεσμα, ο Λύσανδρος κατευθύνθηκε με 200 πλοία στην Αθήνα και την πολιόρκησε. Έχοντας χάσει τον έλεγχο της θάλασσας και πολιορκημένη από στεριά και θάλασσα, τον Μάρτιο του 404 π.Χ. η Αθήνα αναγκάστηκε να παραδοθεί.

[37] Η Ανταλκίδειος ειρήνη (ή Βασίλειος ειρήνη ή Ειρήνη του Βασιλέως) ήταν η έκβαση του Κορινθιακού πολέμου, που σηματοδότησε το τέλος του.

Οι Σπαρτιάτες εξαντλημένοι από τον πόλεμο με τους Αθηναίους, τους Θηβαίους, τους Ευβοείς και τους λοιπούς Έλληνες έστειλαν ένα ναύαρχό τους, τον Ανταλκίδα, να υπογράψει ειρήνη με τους Πέρσες του Αρταξέρξη Β΄ (386 π.Χ.). Με τη συνθήκη αυτή συμφωνήθηκε μεταξύ των Σπαρτιατών και του Πέρση βασιλιά α) να παραδοθούν σε αυτόν οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας και η Κύπρος β) να διακηρυχθεί η αυτονομία των ελληνικών πόλεων εκτός από τις αθηναϊκές κληρουχίες της Λήμνου, της Ίμβρου και της Σκύρου και γ) να επιβλέπουν οι Σπαρτιάτες την τήρηση της ειρήνης στον ελλαδικό χώρο.

Μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη επικράτησε για λίγα χρόνια ηρεμία στον ελληνικό κόσμο, ωστόσο άρχισαν και πάλι οι συγκρούσεις, αυτή τη φορά μεταξύ Βοιωτών και Σπαρτιατών. Ο νέος αυτός πόλεμος κατέληξε στην κατάρρευση της Σπαρτιατικής ηγεμονίας, φέρνοντας στο προσκήνιο τους Θηβαίους με τη Θηβαϊκή ηγεμονία.

[38] Πελεκίδης 1972

[39] Καλογεροπούλου 1972

[40] τα πρωτόλεια ήταν η πρώτη λεία που αφιέρωναν στους θεούς και στη συνέχεια οι πρώτοι καρποί μιας σοδειάς (πάλι για τους θεούς).

[41] Ο Μέδιμνος ήταν το κυριότερο μέτρο χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα στην Αθήνα, που το θέσπισε ο Σόλωνας για στερεά σε κόκκους, ξηρούς καρπούς, κριθάρι και κυρίως για το σιτάρι, εκ του οποίου και η συνήθης ονομασία "σιτηρός μέδιμνος". Ως μέτρο κυμαινόταν ανά εποχές και περιοχές από περίπου 52 έως σχεδόν 59 σημερινά λίτρα

[42] Πέρδικα 1940

[43] Ν. ΠΛΑΤΩΝ (1934) -Έφορος τής Β΄ Αρχαιολ. Περιφερείας (Βοιωτίας, Φθιώτιδος, Φωκίδος, Ευβοίας και Σποράδων)

[44] Ο Τίτος Κόιντος Φλαμινίνος ( 229 π.Χ. - 174 π.Χ.) ήταν ένας Ρωμαίος πολιτικός και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας κατά τον Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο.

[45] Η Αιτωλική Συμπολιτεία αποτέλεσε ένα ομοσπονδιακό κράτος της αρχαίας Ελλάδας, το οποίο δημιουργήθηκε από τη σύναψη πολιτικής και στρατιωτικής συμμαχίας των πόλεων-κρατών της Αιτωλίας στην κεντρική Ελλάδα. Κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η Ισοπολιτεία και η ταυτόχρονη Αυτονομία των μελών της. Η δημιουργία της ομοσπονδίας πιστεύεται πως έλαβε χώρα περί το 367 π.Χ.

[46] Ο Φίλιππος Ε' (238 π.Χ. – 179 π.Χ.) έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής του, που σφράγισαν την ιστορία όλου του Ελληνισμού στους επόμενους πέντε αιώνες, εφόσον από αυτές άρχισε η επικυριαρχία της Ρώμης στην Ελληνική Ανατολή. Συμμάχησε με τους Καρχηδονίους κατά τον Β΄ Καρχηδονιακό πόλεμο (218-201), με στόχο να εκδιώξει τους Ρωμαίους από τα παράλια της Ιλλυρίας και διεξήγαγε εναντίον της Ρώμης και της Αιτωλικής Συμπολιτείας τον Α΄ Μακεδονικό πόλεμο (215-205). Στη συνέχεια συμμάχησε με τον Αντίοχο Γ΄τον Μέγα της Συρίας εναντίον του Πτολεμαίου Ε΄ της Αιγύπτου

[47] Η μάχη των Κυνός Κεφαλών πραγματοποιήθηκε το 197 π.Χ. ανάμεσα στη Μακεδονία του Φίλιππου Ε' της δυναστείας των Αντιγονιδών και τη Ρώμη με τον Τίτο Κόιντο Φλαμινίνο στη θέση Κυνός Κεφαλαί της Θεσσαλίας κατά το Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο.

Μετά τη μάχη οι Μακεδόνες μετρούσαν απώλειες των 5.000 ανδρών και οι Ρωμαίοι των 2.000 ανδρών. Η μάχη των Κυνός Κεφαλών αποτέλεσε μια αιματηρή μάχη του Δεύτερου Μακεδονικού πολέμου. Η τελευταία αποφασιστική μάχη μεταξύ Ρωμαίων και Μακεδόνων ήταν η Μάχη της Πύδνας που έγινε στις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ. κατά τον Τρίτο Μακεδονικό Πόλεμο. Έτσι οι Ρωμαίοι άρχισαν την υποταγή της Ελλάδας.

[48] Η μάχη των Φιλίππων πραγματοποιήθηκε το 42 π.Χ. στους Φιλίππους της Καβάλας. Αντίπαλοι ήταν από τη μια πλευρά ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αντώνιος και από την άλλοι ο Βρούτος και ο Κάσσιος, δηλαδή οι δολοφόνοι του Ιούλιου Καίσαρα.

[49] Ο Μάρκος Αντώνιος (14 Ιανουαρίου 83 π.Χ. - 1 Αυγούστου 30 π.Χ.) ήταν Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός, ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά την μετατροπή της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ήταν υποστηρικτής του Ιούλιου Καίσαρα.

[50] Το Θέμα Αιγαίου Πελάγους ήταν βυζαντινή επαρχία στα βόρεια του Αιγαίου Πελάγους η οποία δημιουργήθηκε στα μέσα του 9ου αιώνα. Ήταν ένα από τα τρία ναυτικά θέματα της αυτοκρατορίας και χρησίμευε, κυρίως, στην προμήθεια του βυζαντινού ναυτικού με πλοία και στρατό, αν και χρησίμευε επίσης και ως πολιτική διοικητική περιφέρεια.

[51] Οι Έρουλοι ήταν γερμανικό φύλο της αρχαιότητας που προερχόταν πιθανώς από τη Σκανδιναβία. Στον 3ο αιώνα, φεύγοντας από την περιοχή τους, εισέβαλαν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Το βασίλειο τους, που βρισκόταν στη περιοχή του ποταμού Έλβα, διαλύθηκε κατά τον 6o αιώνα, όταν τους διέλυσαν οι Λομβαρδοί, προγενέστεροι σύμμαχοί τους μεταξύ του 494 και 508

[52] Σε παλαιότερα δυτικά ιστορικά κείμενα, ο όρος Σαρακηνοί χρησιμοποιούνταν για τους Άραβες από την Ύστερη Αρχαιότητα. Κατά το Μεσαίωνα επεκτάθηκε εν γένει στους Μουσουλμάνους ιδιαίτερα στα πλαίσια των πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ Βυζαντίου και των χαλιφάτων των Ομεϋαδών και Αββασιδών, αλλά και κατά τις Σταυροφορίες για να δηλώσει τους Άραβες, Κούρδους, Τούρκους, Πέρσες, κλπ. αντιπάλους των χριστιανικών κρατών.

[53] Ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας. Μαθητής του Φωτίου με εξαιρετική μόρφωση διακρίθηκε ως δόκιμος συγγραφέας και ενθουσιώδης ρήτορας. Έγραψε εκτενή επιτάφιο για τον πατέρα του, ποιήματα, λόγους και ομιλίες, που συνήθιζε να εκφωνεί ο ίδιος στις εκκλησιαστικές γιορτές και ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο, τα «Τακτικά (Λέοντος ΣΤ΄ Σοφού)». Για τη συγγραφική του δραστηριότητα πήρε το προσωνύμιο «Σοφός»

[54] Η πολιορκία και η Άλωση της Κωνσταντινούπολης σημειώθηκαν τον Απρίλιο του 1204 και σημάδεψαν την κορύφωση της Τέταρτης Σταυροφορίας. Οι Σταυροφόροι, με επικεφαλής τον Ερρίκο Δάνδολο, τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό και τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας, κατέλαβαν, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τμήματα της Κωνσταντινούπολης, της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά την Άλωση της Πόλης ιδρύθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία (γνωστή στους Βυζαντινούς ως Φραγκοκρατία ή Λατινική Κατοχή) και ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας στέφθηκε Αυτοκράτορας ως Βαλδουίνος Α΄ της Κωνσταντινούπολης στην Αγία Σοφία.

[55] άρχοντας, ιππότης ή οπλίτης, που λάμβανε μέρος σε μια σταυροφορία. Λεγόταν έτσι λόγω του σταυρού που έφερε πάνω στα ενδύματά του και την ασπίδα του

[56] Ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός ήταν Μαρκήσιος του Μομφερράτου (1192-1207), Βασιλιάς της Θεσσαλονίκης (1204-1207). Ο Βονιφάτιος ήταν τρίτος γιος του Γουλιέλμου Ε΄ του Μομφερράτου και της Ιουδήθ του Μπάμπενμπερκ, νεότερος αδελφός του Γουλιέλμου του Μομφερράτου και του Κορράδου του Μομφερράτου. Γεννήθηκε μετά την επιστροφή του πατέρα του από την Β΄ Σταυροφορία.

[57] Ο Δόγης της Βενετίας, ένας όρος που προέρχεται από το Λατινικό "Δούξ" δηλαδή "Στρατιωτικός αρχηγός" ονομαζόταν ο κυβερνήτης στην Δημοκρατία της Βενετίας την περίοδο 726 – 1797.

[58] Ο Ιερεμίας Γκίζι ήταν Ενετός ευγενής μέλος της Οικογένειας Γκίζι. Ο Ιερεμίας μετά την Δ΄ Σταυροφορία κατέλαβε τα ΅Ελληνικά νησιά της Σκιάθου, της Σκοπέλου και της Σκύρου και κατέστη Άρχοντάς τους (1207)

[59] Η μάχη της Άγκυρας πραγματοποιήθηκε το 1402 ανάμεσα στους Μογγόλους του Ταμερλάνου και τους Οθωμανούς Τούρκους και τους Σέρβους του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Α' στην Άγκυρα κατά τις εκστρατείες του Ταμερλάνου.

[60] Ο Τιμούρ, ιστορικά γνωστός ως Ταμερλάνος, ήταν Μογγόλος κατακτητής. Ως ιδρυτής της αυτοκρατορίας των Τιμουριδών στην Περσία και την Κεντρική Ασία έγινε ο πρώτος ηγέτης της δυναστείας των Τιμουριδών.

[61] Ο Βαγιαζήτ Α΄ (1354 - 8 Μαρτίου 1403), αποκαλούμενος Ο Κεραυνός, ήταν Οθωμανός σουλτάνος από το 1389 έως το 1402. Ήταν γιος του Μουράτ Α΄ και της Γκιουλτσιτσέκ Χατούν, τον οποίο διαδέχτηκε το 1389 μετά τον θάνατό του στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, ενώ προηγουμένως είχε στραγγαλίσει τον νεότερο αδερφό του Γιακούμπ για να μη διεκδικήσει το θρόνο.

[62] Η Οθωμανική Μεσοβασιλεία ή Οθωμανικός εμφύλιος πόλεμος (20 Ιουλίου 1402 - 5 Ιουλίου 1413) ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ανάμεσα στους γιους του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄, που ξεκίνησε μετά την ήττα του στην Μάχη της Άγκυρας στις 20 Ιουλίου 1402 από τον Ταμερλάνο. Παρά το γεγονός ότι ο Ταμερλάνος αναγνώρισε ως νέο σουλτάνο τον Μεχμέτ Τσελεμπή, τα αδέρφια του (Ίσα Τσελεμπή, Μουσά Τσελεμπή, Σουλεϊμάν Τσελεμπή και αργότερα Μουσταφά Τσελεμπή) αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον Μεχμέτ ως σουλτάνο και ο καθένας άρχισε να διεκδικεί τον θρόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το αποτέλεσμα ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος που κράτησε 11 χρόνια μέχρι τη Μάχη του Τσαμουρλού στις 5 Ιουλίου 1413, όταν ο Μεχμέτ Τσελεμπή αναδείχτηκε νικητής και στέφτηκε σουλτάνος ως Μωάμεθ Α΄.

[63] Ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (27 Ιουνίου 1350 – 21 Ιουλίου 1425) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 1391 έως το 1425. Λίγο πριν το θάνατό του, έγινε μοναχός και έλαβε το όνομα Ματθαίος. Η σύζυγός του, Ελένη Δραγάση, είδε τους γιους τους, Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο και Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο, να γίνονται αυτοκράτορες.

Με την πολυσχιδή δραστηριότητά του ως πολιτικός, στρατιωτικός, λόγιος και θεολόγος σφράγισε τις τελευταίες δραματικές δεκαετίες της φθίνουσας αυτοκρατορίας.

[64] Ο Σουλεϊμάν Τσελεμπή (1377 – 17 Φεβρουαρίου 1411) ήταν Οθωμανός και συγκυβερνήτης της αυτοκρατορίας για μερικά χρόνια κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Μεσοβασιλείας.

[65] Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαϊου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Η άλωση αυτή της Κωνσταντινούπολης, σήμανε και το τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

[66] Ο Α΄ Βενετοτουρκικός Πόλεμος ξέσπασε ανάμεσα στην Δημοκρατία της Βενετίας και τους συμμάχους της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1463 - 1479). Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) και των υπόλοιπων τμημάτων, που ανήκαν στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, από τους Οθωμανούς οι Βενετοί έχασαν σημαντικές κτήσεις όπως η Κρήτη και η Αλβανία. Η σημαντικότερη απώλεια ήταν η Εύβοια και η πρωτεύουσα Χαλκίδα (1470) που στάθηκε για πολλούς αιώνες το επίκεντρο της Βενετσιάνικης κυριαρχίας στον Ελληνικό χώρο.

[67] Χασιώτης 1974

[68] Ο Χαϊρεντίν πασάς (1478 – 4 Ιουλίου 1546), γνωστότερος ως Μπαρμπαρόσα (ιταλικά: Barbarossa, "κοκκινογένης", τουρκ. Barbaros), ήταν ελληνικής καταγωγής, αρχιναύαρχος του οθωμανικού στόλου, και κουρσάρος των ακτών της Μπαρμπαριάς (σημερινής Αλγερίας). Γεννήθηκε στον Παλαιόκηπο Γέρας στη Λέσβο. Ο πατέρας του ήταν εξισλαμισμένος Αλβανός σπαχής ονόματι Γιακούπ και η μητέρα του Ελληνίδα χριστιανή από τη Λέσβο, ονόματι Κατερίνα. Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν πιθανό ότι και ο πατέρας του ήταν Έλληνας γενίτσαρος και καταγόταν από τα Γιαννιτσά.

Ο Μπαρμπαρόσα θεωρείται ο κατεξοχήν οργανωτής του οθωμανικού στόλου, στον οποίο κατείχε τον βαθμό του ναυάρχου. Αργότερα έγινε σουλτάνος του Αλγερίου και τελικά μπεηλέρμπεης (Αρχιμπέης) του Αιγαίου, ένα από τα μεγαλύτερα οθωμανικά αξιώματα.

[69] Ο E΄ Βενετοτουρκικός Πόλεμος, γνωστός και ως Μεγάλος Κρητικός Πόλεμος από το κύριο θέατρο επιχειρήσεων, καλείται η πολεμική αναμέτρηση μεταξύ της δημοκρατίας της Βενετίας και των συμμάχων αυτής χριστιανικών δυνάμεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έλαβε χώρα κυρίως έξω από τα τείχη του Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) αλλά και σε ολόκληρο το νησί και τις θάλασσες γύρω από την Κρήτη.

[70] Λεονάρδος Φώσκολος (13ος αι.), Ενετός ευγενής

[71] Γλυκός 1988

[72] Ο Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ (Joseph Pitton de Tournefort, 5 Ιουνίου 1656 - 28 Δεκεμβρίου 1708) ήταν Γάλλος βοτανολόγος, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός ως ο πρώτος που απέδωσε έναν σαφή ορισμό του όρου "γένος" (genus) στα φυτά, διακρίνοντας το γένος από το είδος. Την περίοδο από το 1700 ως το 1702 επισκέφθηκε τα ελληνικά νησιά[7] και εν συνεχεία την Κωνσταντινούπολη, τα σύνορα του Εύξεινου Πόντου, την Αρμενία και τη Γεωργία, συλλέγοντας φυτά και κάνοντας διάφορες επιστημονικές παρατηρήσεις.

[73] Γεννήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1737 στο Λουμπλίνο. Ήταν γιγαντόσωμος άνδρας με τεράστια σωματική δύναμη. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανατροπή του Πέτρου Γ' το 1762 και συνεβαλε στην ανακήρυξή της Αικατερίνη Β΄ ως Αυτοκράτειρας της Ρωσίας. Φημολογείται ότι έπνιξε με τα χέρια του τον εκθρονισμένο Πέτρο Γ'[εκκρεμεί παραπομπή]. Για την πράξη του αυτή τιμήθηκε με το στρατιωτικό αξίωμα και την θέση του αντιστράτηγου.

Το 1768 έγινε Αρχιναύαρχος του Ρωσικού στόλου στο Ελληνικό αρχιπέλαγος. Το 1770 οδήγησε τον Ρωσικό στόλο στην νικηφόρα ναυμαχία του Τσεσμέ. Μετά τα Ορλωφικά προάχθηκε σε βαθμό Αρχιστράτηγου και αποσύρθηκε από την ενεργή υπηρεσία. Ταξίδεψε στην Γερμανία και επέστρεψε στην Ρωσία μετά τον θάνατο του Παύλου Α', όπου και πέθανε το 1808.

[74] Ο Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ (William Martin Leake), ο οποίος στα Ελληνικά αποδίδεται συχνά ως Γουλιέλμος Μαρτίνος Ληκ, (1777-1860) ήταν Βρετανός στρατιωτικός, διπλωμάτης, τοπογράφος, αρχαιόφιλος, περιηγητής και συγγραφέας.

[75] Αντωνιάδης 1977. «Η  Σκύρος  στους  περιηγητές  και  γεωγράφους  (1400-1900)»

[76] Γλυκός 1988. «Η Καρυστία και η Σκύρος μέσα στο χρόνο»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου