Τα λάθη στις χρονολογίες παραποιούν ιστορικά γεγονότα
Περισσότερο ασαφείς είναι οι πληροφορίες που έχουμε για το χρόνο παραχώρησης, ως Μετόχιο, της Μονής στη Μεγίστη Λαύρα.
Ο Αρχιμανδρίτης Καλλίστρατος-Κωνσταντίνος Οικονόμου [1] μάς πληροφορεί ότι η πρώτη ιστορική μαρτυρία που σώζεται σχετικά με τη Μονή είναι η πράξη του πατριάρχη Αθανασίου Α΄[2], σύμφωνα με την οποία η Μονή παραχωρείται στη Λαύρα ως Μετόχιό της.
Το πρωτότυπο έγγραφο δεν υπάρχει, αλλά το κείμενό του σώζεται σε δύο απόγραφα στο αρχείο της Λαύρας και έχει δημοσιευθεί από τους εκδότες των Actes de Lavra με αριθμό 82 και χρονολογείται με ασφάλεια Νοέμβριο του 1298. Οι εκδότες θεωρούν το περιεχόμενο του κειμένου αυθεντικό και αποδίδουν τις δύο διαφορετικές παραλλαγές του σε παραλείψεις ή αβλεψίες των Λαυριωτών αντιγραφέων μοναχών. Το ένα αντιγράφηκε από το μοναχό Κύριλλο κα το άλλο από τον μοναχό Θεοδώρητο.
Όμως ο Πατριάρχης Αθανάσιος Α΄ διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 1289-1293 και 1303-1310 και όχι το 1298, που χρονολογούν το έγγραφο, με βάση τα απόγραφα, οι εκδότες των Actes de Lavra.
Άλλη μια από τις πρώτες αναφορές για την ύπαρξη της Μονής Αγίου Γεωργίου ανάγεται δέκα χρόνια περίπου νωρίτερα, στα 1289 μ.Χ., η οποία συμφωνεί και με την πρώτη πατριαρχική θητεία του Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθανασίου Α΄ (1289-1293).
Ο Βασ. Ατέσης[3], προσεγγίζοντας περίπου τα μέσα του 13ου αι., αναφέρεται σε έγγραφο στο οποίο αναγράφεται «η κυριότητα τοποθεσίας εις θέσιν λεγομένην Βουνό, ευρισκομένης, ούσης υπό την κατοχήν της Μονής ταύτης διακόσια περίπου έτη προ της Τουρκικής αλώσεως».
Με αυτό το δεδομένο οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η Μονή ανεγέρθηκε, αν όχι νωρίτερα, τουλάχιστον στις αρχές του 13ου αι., έτος παραχώρησής της στη Μονή Μεγίστης Λαύρας.
Παίρνοντας υπ’ όψη η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως έγινε το 1453 φτάνουμε στο έτος 1253 ως έτος ανέγερσης.
Από τότε και μέχρι τη μετατροπή της σε μετόχι της μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, η Μονή ήταν Σταυροπηγιακή.
Σταυροπηγιακή την αποκαλεί ο Επίσκοπος Δαμαλών Ιωνάς Κωνσταντινίδης[4], Υπουργός Θρησκείας, σε έγγραφό του[5] προς το Εκτελεστικό Σώμα το 1825.
Ο Κωστής Κωνσταντινίδης[6] κατά την παραμονή του στη μεγάλη βιβλιοθήκη της Μονής Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος παραθέτει ένα πολύτιμο έγγραφο που αναφέρει τα εξής:
«Αθανάσιος, ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης, Επεί ο ιερώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Θετταλίας, αγαπητός κατά Κύριον αδελφός της ημών μετριότητος και συλλειτουργός, ικεσίαν προς την ημετέραν μετριότητα εποιήσατο υποτεθήναι ως μετόχιον την κατά την νήσον Σκύρον διακειμένην Πατριαρχικήν μονήν του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τη κατά το αγιώνυμον Όρος του Άθω περιωνύμω Λαύρα του Αγίου Αθανασίου…και τα ανέκαθεν μετόχια υποταγμένα ταύτη, εφ’ ώ και οι ενταύθα μοναχοί οφείλουσι επιλαβέσθαι και των υπ’ αυτήν πάντων κτημάτων επιμελείσθαι. Επί τούτω γαρ και το παρόν σιγιλλιώδες γράμμα της ημών μετριότητος γεγονός απεδόθη τη διαληφθείση περιωνύμω Λαύρα του Αγίου Αθανασίου εις ασφάλειαν αυμζ΄ = (1447)».
Αυτό το έγγραφο δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι μέχρι το 1447 το μετόχιο της Μονής του Αγίου Γεωργίου υπαγόταν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Επίσης είναι καθαρή η διατύπωση «εποιήσατο υποτεθήναι ως μετόχιον» (υποτεθήναι=παραδοθεί).
Ο Κωστής Κωνσταντινίδης συνδέει την πράξη του Πατριάρχου Αθανασίου με την έναρξη των εγγραφών του Κώδικα της Μονής του Αγίου Γεωργίου (1447).
Ο Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Ατέσης[7], στηριζόμενος (πιθανόν) στο ίδιο έγγραφο με άλλες παραλλαγές, προσεγγίζει περίπου την ημερομηνία αυτή, αφού δέχεται ότι υπήρχε πατριάρχης με το όνομα Αθανάσιος λίγο πριν από την Άλωση (τον οποίο ταυτίζει με τον υπογράφοντα το παραχωρητήριο έγγραφο) και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η παραχώρηση της Μονής του Αγίου Γεωργίου από το Πατριαρχείο στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας έγινε το 1447.
Φαίνεται πως είναι δεδομένη η στενή σχέση μεταξύ του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και του Πατριάρχη Αθανασίου και δηλώνεται με σαφήνεια και στους δύο τύπους του εγγράφου.
Στο έγγραφο δηλώνεται σαφώς ότι η παραχώρηση του Μετοχίου έγινε με τη συνδρομή και μεσολάβηση του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, χωρίς όμως να μνημονεύεται το όνομά του. Το έγγραφο έφερε γραμμένο χειρόγραφα από τον Πατριάρχη το μήνα «Νοεμβρίω Ινδικτιώνος Γ΄» με σφραγίδα της εικόνας της Παναγίας και το Πατριαρχικό όνομα «ο Αρχιεπίσκοπος των νήσων Λήμνον και Ίμβρου Ιάκωβος». Τό έγγραφο αυτό, που αναφέρει ο Βασίλειος Ατέσης και φέρει την υπογραφή του Αρχιεπισκόπου Ίμβρου και Λήμνου Ιακώβου, ο οποίος, σύμφωνα με τον Αρχιμανδρίτη Καλλίστρατο-Κωνσταντίνο Οικονόμου, επικυρώνει τό μεταφρασμένο από τον μοναχό Θεοδώρητο αντίγραφο του πατριαρχικού εγγράφου ανάμεσα στα έτη 1321 καί 1324.
Ο Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Ατέσης τονίζει ότι το έγγραφο αυτό δημοσιεύτηκε με «ορισμένας παραλλαγάς» από τον Μητροπολίτη Κορυτσάς Ευλόγιο Κουρίλα.
Υπήρξε ή όχι Πατριάρχης Αθανάσιος Β΄[8] λίγο πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως; Από τον «Ιστορικό Επισκοπικό Κατάλογο του Βυζαντίου και Οικουμενικών Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως» διαπιστώνουμε ότι υπήρξε Πατριάρχης Αθανάσιος Β΄ το 1450-1453, αλλά όχι το 1447.
Ο Αρχιμανδρίτης Καλλίστρατος- Κωνσταντίνος Οικονόμου θεωρεί λαθεμένες τις απόψεις τόσο του Κωστή Κωνσταντινίδη, όσο και του Βασιλείου Ατέση. Για τον πρώτο (Κωστή Κωνσταντινίδη) ότι συνδέει αναπόδεικτα την πράξη του Αθανασίου με την έναρξη εγγραφών στον Κώδικα της Μονής και χρονολογεί το έγγραφο στο 1447 (αυμζ') και για τον δεύτερο ότι δέχεται λανθασμένα ότι υπήρχε πατριάρχης με το όνομα Αθανάσιος λίγο πριν από την Άλωση (τον οποίο ταυτίζει με τον υπογράφοντα το παραχωρητήριο έγγραφο).
Ο Αρχιμανδρίτης Καλλίστρατος- Κωνσταντίνος Οικονόμου υποστηρίζει ότι στο έγγραφο δηλώνεται σαφώς ότι η παραχώρηση του μετοχιού έγινε με τη συνδρομή και μεσολάβηση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τον «Επισκοπικό κατάλογο των μητροπολιτών Θεσσαλονίκης[9]» την εποχή της εκδόσεως του εγγράφου (1289) Επίσκοπος Θεσσαλονίκης ήταν ο πρώην ηγούμενος της μονής Μεγίστης Λαύρας Ιάκωβος[10]. Ισχυροποιεί την άποψή του θεωρώντας δεδομένη τη στενή σχέση μεταξύ του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και του πατριάρχη, η οποία δηλώνεται με σαφήνεια και στους δύο τύπους του εγγράφου, «αγαπητός κατά Κύριον αδελφός της ημών μετριότητος και συλλειτουργός, ικεσίαν προς την ημετέραν μετριότητα εποιήσατο υποτεθήναι».
Δεδομένου ότι ό ίδιος ο Πατριάρχης Αθανάσιος Α΄ ήταν σε μοναστήρι του Αγίου Όρους, φαίνεται πως ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ιάκωβος (πρώην ηγούμενος της μονής Μεγίστης Λαύρας) άσκησε πίεση προς τον Πατριάρχη, «ικεσίαν προς την ημετέραν μετριότητα εποιήσατο», να αφιερώσει την Πατριαρχική Μονή του Αγίου Γεωργίου στη Λαύρα. Η εκλογή του πατριάρχη έγινε τον Οκτώβριο 1289 και η έκδοση του Πατριαρχικού σιγγιλιώδους[11] γράμματος τον Νοέμβριο 1289.
Ποια είναι η πραγματικότητα; Οι τρείς απόψεις των Αρχιμανδρίτη Καλλίστρατου-Κωνσταντίνου Οικονόμου, Κωστή Κωνσταντινίδη και Αρχιμανδρίτη Βασιλείου Ατέση είναι σεβαστές, γιατί αποτελούν προϊόν αξιόλογων ερευνών. Άλλωστε και οι τρείς κατά τη διάρκεια των ερευνών τους είχαν προσβάσεις στα αρχεία της Μονής Μεγίστης Λαύρας και την αμέριστη στήριξη της Εκκλησίας.
Έρχονται όμως σε σοβαρή σύγκρουση μεταξύ τους στο καίριο σημείο της παραχωρήσεως του Μετοχίου της Μονής του Αγίου Γεωργίου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας. Η χρονική απόσταση άλλωστε δεν είναι μικρή. Οι δύο χρονολογίες 1298 και 1447 απέχουν μεταξύ τους περίπου 3 αιώνες.
Αν ήταν δυνατόν, να προσεγγιστεί μια άποψη αυτή θα ήταν η άποψη, που εκφράζεται από τον Αρχιμανδρίτη Καλλίστρατου- Κωνσταντίνο Οικονόμου. Αυτή η άποψη στηρίζεται εν μέρει από τον Αρχιμανδρίτη Βασίλειο Ατέση, όταν μεταφέρει την πληροφορία ότι: «η κυριότητα τοποθεσίας εις θέσιν λεγομένην Βουνό, ευρισκομένης, ούσης υπό την κατοχήν της Μονής ταύτης διακόσια περίπου έτη προ της Τουρκικής αλώσεως».
Η πληροφορία αυτή θεωρεί ότι η περιοχή «Βουνό» της Σκύρου ανήκει στο Μετόχι της Μονής του Αγίου Γεωργίου από τα τέλη του 13ου αιώνα. Είναι γνωστό ότι αποτελεί από το 1030 μ.Χ. περιουσιακό στοιχείο της Μονής Μεγίστης Λαύρας, μετά τη μεταβίβασή της από τη μοναχή Γλυκερία της Μονής της Γέννησης του Χριστού Μαυρουνά Σκύρου.
Επομένως το 1289 ή 1298 (παραχώρηση της Μονής στη Λαύρα σύμφωνα με τον Αρχιμανδρίτη Καλλίστρατο- Κωνσταντίνο Οικονόμου[12]) η Μονή Αγίου Γεωργίου δεν ανήκε στο Πατριαρχείο ή αυτές τις χρονολογίες να μεταβιβάστηκε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας.
Τα ερωτήματα όμως παραμένουν. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται δεν υπάρχουν τα πρωτότυπα έγγραφα και δεν αναφέρεται το όνομα του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
Στις χρονολογίες 1298 και 1447 δεν υπήρξαν Πατριάρχες Αθανάσιος Α΄ και Αθανάσιος Β΄ αντίστοιχα. Πατριάρχης Αθανάσιος Α΄ ήταν το 1289-1293 και Αθανάσιος Β΄ το 1450-1453.
Πρέπει να πάρουμε υπ’ όψη ότι η εποχή μεταξύ των δυο αλώσεων της Κωνσταντινουπόλεως (1204 και 1453) σχετικά με τη διοικητική οργάνωση της αυτοκρατορίας παρουσιάζει αξεπέραστες δυσκολίες. Γίνονται λάθη στις αντιγραφές κειμένων. Τα λάθη στις χρονολογίες παραποιούν ιστορικά γεγονότα.
(Από το βιβλίο του Γεωργίου Κρίκα
«Σκύρος: Η Ορθόδοξη Χριστιανική Παράδοση και Λατρεία»)
[1]«Ι. Μ. Αγίου Γεωργίου Σκύρου - μετόχιο της Μεγίστης Λαύρας 13ος-19ος αι.» αρχιμ. Καλλίστρατος, Κωνσταντίνος Οικονόμου, (Αθήνα 2002).
[2] Ο Αθανάσιος Α΄ (1230 - 28 Οκτωβρίου 1310) Ο Πατριάρχης Αθανάσιος, ανήλθε δύο φορές στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 1289-1293 και 1303-1310..
[3] «Η Ιστορία της εκκλησίας της Σκύρου», Βασίλειος Ατέσης 1961
[4] Γεννήθηκε στους Άνω Λουσούς των Καλαβρύτων το 1764-65 και ήταν μοναχός στην Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Το 1801 χειροτονήθηκε επίσκοπος Δαμαλών. Μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Στην Επανάσταση πήρε μέρος στην πολιορκία του φρουρίου της Κορίνθου. Μπήκε με τον Κολοκοτρώνη στην Ακροκόρινθο.. Το 1825 διετέλεσε μινίστρος (Υπουργός) της Θρησκείας.
[5] «Δια του εσωκλείστου αντιγράφου της αναφοράς, του εν τη νήσω Σκύρω ηγουμένου Σταυροπηγιακού Μοναστηρίου του Αγίου Γεωργίου κ. Νεοφύτου πληροφορείται το Σ. τούτο σώμα την αίτησίν του και το ότι κινδυνεύει να ερημωθή» («Η Ιστορία της εκκλησίας της Σκύρου», Βασίλειος Ατέσης 1961)
[6] Ο Κώδικας της Μονής του Αγίου Γεωργίου της Σκύρου και τα εξ αυτού συναγόμενα συμπεράσματα» Περιοδικό «Παρνασσός» τεύχος 32, 1990
[7] Βασιλείου Γ. Ατέση, «Ιστορία της Εκκλησίας της Σκύρου», Eταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήναι 1961
[8] Ο Αθανάσιος Β΄ διετέλεσε Οικουμενικός Πατριάρχης τα κρίσιμα χρόνια πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, μετά τη φυγή του προκατόχου του Γρηγόριου Γ΄ Μαμμή το 1450.
Μέχρι την εκλογή του στον Πατριαρχικό Θρόνο, ήταν ηγούμενος της Μονής Περιβλέπτου. Ήταν ανθενωτικός και εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης από Σύνοδο που έλαβε χώρα το 1450 στο Ναό της Αγίας Σοφίας με τη συμμετοχή των Εκκλησιών της Αλεξάνδρειας, των Ιεροσολύμων και της Αντιόχειας. Σύμφωνα με τα πρακτικά αυτής της Συνόδου, ο Αθανάσιος χειροτονήθηκε Πατριάρχης από τους Μητροπολίτες Κυζίκου, Νικομηδείας και Νικαίας.
[9] https://el.wikipedia.org/
[10] Ιάκωβος Α΄, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 1293 – 1299 πρώην ηγούμενος της μονής Μεγίστης Λαύρας.
[11] Κατά την Οθωμανική περίοδο τα σιγίλλια ήταν έγγραφα που υπέγραφε ο Πατριάρχης και συνήθως επιβεβαίωναν κάποιο προνόμιο ή γνωστοποιούσαν κάποια συνοδική απόφαση.
Πηγή: http://constantinople.ehw.gr. Με πατριαρχικά σιγίλια αναγνωρίζονταν ή ιδρύονταν μοναστήρια, επισκοπές, εκκλησιαστικές σχολές, τοπικές δικαιοδοσίες, ή υπαγωγές αυτών, όπως και μεταξύ επισκοπών καθώς επίσης και περιπτώσεις αφορισμών. https://el.wikipedia.org/
[12] «Ι. Μ. Αγίου Γεωργίου Σκύρου - μετόχιο της Μεγίστης Λαύρας 13ος-19ος αι.» αρχιμ. Καλλίστρατος, Κωνσταντίνος Οικονόμου, (Αθήνα 2002).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου