Από τους Μυθικούς χρόνους
Θησέας
Η Σκύρος είχε πολλές ονομασίες στο πέρασμα των αιώνων. Το έδαφος, η φύση και οι κάτοικοι της Σκύρου ενέπνευσαν τα ονόματα και τους χαρακτηρισμούς του νησιού στην αρχαιότητα. Έτσι, από τους μυθικούς χρόνους την ονόμασαν Αιπείαν[1], Πετραίαν ανδρών αλκίμων μητέρα[2], Ανεμώδεα[3], Αιγίβοτος[4] (αυτή που τρέφει αίγες), Περίρρυτος[5], Ηνεμόεσσαν[6], Πελαγία[7], Πολύκλυστον[8],
Λατύπη[9] (πετρώδης), Πελασγία (νησί που κατοικείται από τους Πελασγούς), Δολοπηίδα[10] (νησί των Δολόπων), αλλά και Σκύρον πόλιν Δολοπία[11].
Η Σκύρος περιεγράφεται από τον Αιλιανό[12], ίσως υπερβολικά, ως «άγαν λυπρά (λυπηρά) και άγονος και άνθρώπων χηρεύονσα ώς τά πολλά»[13].
Η μακραίωνη ιστορία της, οι μυθολογικές της αναφορές, οι πολιτιστικές της ιδιαιτερότητες, η φυσική της κληρονομιά και κυρίως οι κάτοικοι συνθέτουν την ιδιαίτερη ταυτότητα του τόπου.
Ο λόφος και το κάστρο της Χώρας έδωσαν στην αρχαία πόλη το όνομα «Αίπεια Σκύρος»[14]. Ο λόφος αυτός ήταν κατοικημένος από τα πανάρχαια χρόνια, περιβαλλόμενος από τείχη και λατρευτικούς χώρους.
Στο λόφο, βόρεια της Χώρας, που έχει το όνομα «Θέμη», λατρευόταν η θεά Θέμις (Νηρηΐδα)[15]. Εκεί υπάρχουν δύο χριστιανικοί ναοί, ο ένας του Χριστού (ανήκει στην οικογένεια Λαουδέρη) και ο άλλος του Αγ. Γεωργίου (ανήκει στην οκογένεια Γιαλούρη)[16]. Ο ναός του Αγ. Γεωργίου χτίστηκε εκεί που ήταν ανιδρυμένος ο ναός της Θέμιδας την οποία είχαν προστάτιδα τα Σκύρια γένη. [17]
Προφορική παράδοση αναφέρει ότι υπήρχε στο νησί αρχαιότατα Μέγα Δικαστήριο.
Η Σκύρος πριν από τα τρωϊκά λόγω της σημαντικής θέσεως που είχε στο Αιγαίο, ήταν σπουδαίο ναυτικό, πολιτικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο. Υπήρξε διαμετακομιστική, επιβατική και εμπορική κίνηση προς πολλές κατευθύνσεις του Αιγαίου κατά την περίοδο των μεγάλων εξορμήσεων των Αχαιών της ομοσπονδιακής Αχαϊκής δύναμης.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, τέσσερα είναι τα μυθικά πρόσωπα τα οποία συνδέονται με τη Σκύρο. Ο Θησέας, Ο Λυκομήδης[18], ο Αχιλλέας και ο Νεοπτόλεμος. Η μυθολογία θέλει τον Αχιλλέα να αναχωρεί από τη Σκύρο για τον πόλεμο της Τροίας, από ένα μικρό λιμάνι που ονομάζεται Αχίλλι.
Ο Θησέας,[19] είχε καταγωγή από τη Σκύρο. Μετά τους άθλους του και την επιστροφή του από τον Άδη, βρέθηκε στην Αθήνα. Σύμφωνα με μυθολογικές παραδόσεις κατά τις περιπέτειες του Θησέα εκτός Αθηνών ο Μνησθέας, απόγονος του Ερεχθέα ξεσήκωσε τον λαό των Αθηνών εναντίον του.
Ο Θησέας αποφάσισε να αυτοεξοριστεί. Έστειλε τους δυο γιούς του στην Εύβοια, στο βασιλιά των Αβάντων, Ελεφήνορα γιό του Χαλκόδοντα. Ο ίδιος καταράστηκε τους συμπατριώτες του και κατέφυγε στη Σκύρο, όπου είχε σκοπό να συνάψει φιλικές σχέσεις με τους κατοίκους της. O παππούς του, πατέρας του Αιγέα καταγόταν από τη Σκύρο. Επομένως οι ελπίδες του για μια φιλήσυχη ζωή κοντά στα κτήματα που είχε κληρονομήσει ήταν βάσιμες. Ήλπιζε ότι ο βασιλιάς της Σκύρου θα τον καλοδεχτεί, όπως και έγινε στην αρχή.
Στη συνέχεια, όμως, ο Λυκομήδης είτε γιατί ζήλεψε την δόξα του Θησέα και φοβήθηκε για τον θρόνο και τα κτήματά του, είτε επειδή δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τον Μνησθέα, αποφάσισε να τον ξεφορτωθεί. Τον οδήγησε με το πρόσχημα να του δείξει τα κτήματα του κι εκεί τον έσπρωξε στον γκρεμό στη θέση «Σπηλιά Ανδριώτη»[20].
Αυτή τη θεωρία είναι αμφίβολης αξιοπιστίας.
Το πιθανότερο σημείο πρέπει να βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του Κάστρου πάνω από την πλατεία Καμαντού.
Από αυτό το σημείο, στο οποίο ο βράχος είναι απόκρημνος και βλέπει προς τα Μαγαζιά και τον Κάμπο, θα μπορούσε ο Λυκομήδης να δείξει τα κτήματα. Από την ανατολική πλευρά της σπηλιάς τ’ Αντρειώτη βλέπουμε στον ορίζοντα μόνο τη θάλασσα. και όχι τα χωράφια του κάμπου.
Με αυτόν τον άδοξο τρόπο πέθανε στη Σκύρο ο Θησέας.
Σύμφωνα με άλλη μυθολογική παράδοση, επρόκειτο για αυτοκτονία. Από τότε η Σκύρος αποκαλούνταν από τους Αθηναίους «τόπος εξορίας». Η μεγαλύτερη ποινή τότε στην κλασική Αθήνα ήταν η εξορία από την πόλη. Όποιος είχε κτήματα στη Σκύρο, οι δικαστές τον απάλλασσαν από την εξορία μιας και θεωρούσαν τη διαμονή του στο νησί το χειρότερο μαρτύριο.
Ο γιος του Μιλτιάδη πρωταγωνιστή στους ελληνοπερσικούς πολέμους του Μιλτιάδη, το 475 πΧ ανακαλύπτει τον τάφο του Θησέα στη Σκύρο. Μεταφέρει τα οστά στην Αθήνα και κτίζει το περίλαμπρο Θησείο
Αυτό είναι το θέλημα της μοίρας και των θεών για να ενισχυθεί η δύναμη και η δόξα των Αθηναίων.
Η παράδοση είναι διαφωτιστική για την «εθνική αρχαιολογία» του Κίμωνα. Αξίζει να παρατεθεί το σχετικό απόσπασμα ( Πλούταρχος, Βίοι, Θησέας 36):
«Μετά τους μηδικούς πολέμους, όταν άρχοντας ήταν ο Φαίδων, η Πυθία μήνυσε στους Αθηναίους, οι οποίοι ζητούσαν τη συμβουλή του μαντείου, να πάρουν πίσω («αναλαβείν») τα οστά του Θησέα και αφού τα θάψουν με τιμές («θεμένους εντίμως») κοντά τους να τα διαφυλάσσουν.
Απορούσαν, όμως, πώς να τα πάρουν και δεν γνώριζαν τον τάφο εξαιτίας των ακοινώνητων και δύστροπων («αμιξία και χαλεπότητι») Δολόπων[21], που διαμένανε στη Σκύρο.
Το 475, η Σκύρος, σημαντικότατο σημείο ελέγχου διακίνησης πλοίων στο Αιγαίο, παραδόθηκε στη συμμαχία, επειδή οι Δόλοπες, οι οποίοι την είχαν καταλάβει κι επιδίδονταν στην πειρατεία, καταδικάστηκαν από τη Δελφική Αμφικτυονία σε αποζημίωση που δεν μπορούσαν να καταβάλουν. Ο Κίμων, για να εξασφαλίσει την κατοχή της, έδιωξε τους Δόλοπες και εγκατέστησε Αθηναίους κληρούχους. Ο Κίμων εκπλήρωσε το δελφικό χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο τα οστά του Θησέα έπρεπε να μεταφερθούν από τους Αθηναίους από τη Σκύρο στην Αθήνα[4]. Σύμφωνα με το μύθο, ο Κίμωνας παρατήρησε έναν αετό να χτυπάει με το ράμφος και να σκάβει με τα νύχια του σε ένα συγκεκριμένο σημείο, όπου έσκαψαν και βρήκαν τα οστά του Θησέα δίπλα στα όπλα του[5]. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Κίμων λέγεται ότι αναγνώρισε τα οστά του Θησέα από το μεγάλο τους μέγεθος [6]. Με μεγάλες τιμές μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, όπου για τη στέγασή τους ιδρύθηκε το Θησείον λίγες εκατοντάδες μέτρα ανατολικά της Αγοράς.
Ο Κίμων αφού κατέλαβε το νησί, όπως γράφεται στο βίο του (Πλουτ., Κίμων 8) διακατέχονταν από την φιλοδοξία ν΄ ανακαλύψει τα οστά του Θησέα. Είδε, όπως λένε, αετό στην κορυφή βουνού να χτυπά με το ράμφος του και να ξύνει με τα νύχια του. Κατά κάποια θεία τύχη σκεπτόμενος έσκαψε στο σημείο ( «θεία τινί τύχη συμφρονήσας ανέσκαψεν»). Βρέθηκε δε φέρετρο («θήκη») μεγάλου σώματος και δίπλα χάλκινη λόγχη και σπαθί.
Τα οστά μετέφερε ο Κίμων με το πλοίο του («τριήρη») και οι Αθηναίοι χαρούμενοι δέχτηκαν με λαμπρές πομπές και θυσίες, σαν να επέστρεφε στο άστυ αυτός ο ίδιος ο Θησέας. Τα έθαψαν στη μέση της πόλης κοντά στο σημερινό γυμνάσιο («το γυμναστήριο της εποχής του Πλούταρχου»)…»
Αυτά με βάση τα όσα αναφέρει ο Πλούταρχος. Αιωρείται όμως το ερώτημα: πως βρέθηκε στη Σκύρο από τον Κίμωνα ο τάφος, αφού σύμφωνα με τον Πλούταρχο στον ίδιο βίο (Θησ. 35) και τη μυθολογική παράδοση, τον Θησέα εξόντωσε ο βασιλιάς του νησιού σπρώχνοντάς τον σε γκρεμό.
Ο Κίμων λοιπόν, «θεία τινί τύχη» βρήκε τον τάφο και ταυτοποίησε το Θησέα από μεγάλο σώμα, το δόρυ και το ξίφος. Πρόκειται για το πρώτο κλασικό παράδειγμα όπου συνάπτεται «μια πολλά υποσχόμενη συμμαχία συμμαχία» μεταξύ αρχαιολογίας, εξουσίας και ιδεολογίας, όπως εξαιρετικά εύστοχα σημειώνουν μελετητές[22]
Ποτέ, ωστόσο, δεν βρέθηκε στη Σκύρο ή οπουδήποτε αλλού επίσημος τάφος ή έστω κάποιο μνημείο του Θησέα. Το τέλος του δίχως σαφή ίχνη παρά μόνο εκατοντάδες χρόνια αργότερα φαντάζει περισσότερο με εξαφάνιση παρά με θάνατο, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κερένυϊ. Προφανώς ο Κίμων βρήκε κάποια προϊστορική ταφή, την απέδωσε στο Θησέα και έσπευσε να μεταφέρει το λείψανο του «αττικού ήρωα» στην Αθήνα. Μαζί, βεβαίως με τιμές για λογαριασμό του. Μεταφέροντας τα λείψανε του σπουδαιότερου Αθηναίου βασιλιά και θεμελιωτή του αθηναϊκού μεγαλείου εδραίωσε την αριστοκρατική εξουσία του.
Η «συμμαχία» δεν θα είναι μοναδική στο πέρασμα των αιώνων. Από τότε ως σήμερα πολλές ανακαλύψεις θα γίνουν αντικείμενο άγριας εκμετάλλευσης κάθε είδους.
Οι περιπέτειες, όμως του νεκρού Θησέα έχουν και σύγχρονη συνέχεια.
Ο ναός στα σύνορα της αρχαίας αθηναϊκής αγοράς, που ονομάστηκε και ονομάζεται Θησείο, δεν είναι αφιερωμένος στον πιο δημοφιλή μυθολογικό ήρωα, μετά τον Ηρακλή, αλλά στον Ηφαιστο και την (Εργάνη ) Αθηνά.[23] Έτσι, το Ηφαιστείο ονομάστηκε Θησείο. Υποτίθεται ότι το μοναδικό λατρευτικό μνημείο ορθώθηκε πάνω από τον τάφο του Θησέα. Πράγμα, που διευκόλυνε η ύπαρξη παραστάσεων στις μετώπες του ναού με κατορθώματα του Θησέα Κι αυτή η ιστορία ακουμπά, κάπως, στην εργαλειακή χρήση της αρχαιολογίας.
Στην κορυφή του λόφου του Αγοραίου Κολωνού, που οριοθετεί την Αρχαία Αγορά των Αθηνών στη δυτική πλευρά, βρίσκεται ο ναός του Ηφαίστου, ευρύτερα γνωστός ως ''Θησείο''. Πρόκειται για έναν από τους καλύτερα διατηρημένους αρχαίους ναούς, γεγονός που οφείλεται εν μέρει και στη μετατροπή του σε χριστιανική εκκλησία. Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία (I, 14, 5-6), στο ναό λατρεύονταν από κοινού ο Ήφαιστος, προστάτης των μεταλλουργών, και η Αθηνά Εργάνη, προστάτρια των κεραμέων και της οικοτεχνίας.
Την ταύτιση του ναού ως «Ηφαιστείο» επιβεβαίωσε η ανασκαφική έρευνα με την αποκάλυψη εργαστηρίων μεταλλουργίας στην ευρύτερη περιοχή του λόφου, επισκιάζοντας, έτσι, παλαιότερες απόψεις, που αναγνώριζαν ως λατρευόμενες θεότητες το Θησέα, τον Ηρακλή ή τον Άρη.
Η οικοδόμηση του ναού πρέπει να πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στα έτη 460-420 π.Χ. από άγνωστο αρχιτέκτονα, στον οποίο, όμως, αποδίδονται και άλλοι ναοί στην Αττική, με παρόμοια κατασκευή.
[1] Ομηρος, Ιλιάδα Ι, 668.
[2] («Φιλοκτήτης» 239. 326, 459.
[3] Σοφοκλής, τραγωδία «Σκύριοι».
[4] Διόδωρος ο Σαρδιανός.
[5] αυτός που περιρέεται, που περιθρέχεται ολόγυρα από νερό, από θάλασσα («... μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ... περίρρυτος», Ομ. Οδ.).
[6] Διονύσιος ο Περιηγητής, «Οικουμένης Περιήγησης».
[7] Δικαίαρχος ή Διονύσιος ο του Καλλιφώντος, «Αναγραφή Ελλάδος».
[8] Κόϊντος ο Σμυρναίος, «Τα μεθ’ Ομηρον».
[9] μικρό κομμάτι πέτρας που αποκόπηκε κατά την εξόρυξη ή κατά τη λάξευση πέτρινου όγκου.
[10] Ο σχολιαστής της Ιλιάδος.
[11] Ο σχολιαστής της Οδύσσειας.
[12] Ο Κλαύδιος Αιλιανός ήταν Ρωμαίος συγγραφέας και διδάσκαλος της Ρητορικής . Εγραψε στην ελληνική γλώσσα, αφού την μιλούσε τόσο τέλεια ώστε να αποκαλείται «μελίγλωττος» και «μελίφθογγος». Λέγεται ότι του τη δίδαξε ο σοφιστής Παυσανίας από την Καισάρεια. Προτιμούσε τους Έλληνες συγγραφείς και έγραφε σε ελαφρώς αρχαΐζουσα γλώσσα
[13] «Περὶ ζώων ιδιότητος», Συγγραφέας: Κλαύδιος Αιλιανός, Βιβλίο ιδ΄
[14] «Καλήν τ' Αίπειαν και Πήδασον αμπελόεσσαν» Ομηρος Ιλιάδα, Ραψ. Ι΄ 153 (και την καλή την Αίπεια και την γεμάτη αμπέλια Πήδασο).
[15] Η Θέμις, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ανήκε στους Τιτάνες, τα τέκνα της Γαίας και του Ουρανού. Αποτελούσε την ανθρωπόμορφη προσωποποίηση της φυσικής και της ηθικής τάξης, καθώς και της εθιμοτυπίας. Η λέξη θέμις παράγεται από το ρήμα τίθημι και δηλώνει αυτό που έχει τεθεί, το ισχύον. Σε συμβολικό επίπεδο αντιπροσωπεύει τον νόμο και την απαρασάλευτη τάξη, το θείο δίκαιο. Η Θέμις στη μυθολογία είναι εκείνη που θεσμοθετεί. Το δίκαιο που αντιπροσωπεύει είναι ιερό και ισχύει και για τους θεούς και είναι ανώτερο ακόμη και από τη βούλησή τους.
[16] Αχιλλέας, Πύρρος, Νεοπτόλεμος και Σκύρος, «Συμβούλιο για τον Αχιλλέα» http://www.councilofachilles.org
[17]Αχιλλέας, Πύρρος, Νεοπτόλεμος και Σκύρος, «Συμβούλιο για τον Αχιλλέα» http://www.councilofachilles.org
[18] Στην ελληνική μυθολογία ο Λυκομήδης (αναφερόμενος κάποιες φορές και ως Λυκούργος) ήταν βασιλιάς των Δολόπων στη νήσο Σκύρο, που είχε πολλές κόρες. Ήταν βασιλιάς την εποχή του Τρωικού πολέμου.
[19] Ο Θησέας (αρχ. Θησεύς) ήταν Έλληνας βασιλιάς των Αθηνών, κατά την ελληνική μυθολογία, γιός του Αιγέα και της Αίθρας κι ο πιο δημοφιλής ήρωας στην Ελληνική Μυθολογία μετά τον Ηρακλή. Υπήρξε ένας από τους καλύτερους βασιλιάδες για την Αθήνα. Θεμελίωσε το μεγαλείο των Αθηνών ενώνοντας τους δήμους της Αττικής, γεγονός του οποίου την ανάμνηση εόρταζαν οι Αθηναίοι στις 16 Εκατομβαιώνος με τα «Συνοίκια» ή «Συνοικέσια». Ο Θησέας διαίρεσε τους πολίτες σε τρεις τάξεις: στους ευγενείς, στους κτηματίες και στους δημιουργούς (χειρώνακτες και τεχνίτες).
[20] (P. Grimal, Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας, επιμ. ελλ. έκδ. Β. Άτσαλος, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1991)
[21] Στη Σκύρο βρίσκονται εγκατεστημένοι οι Δόλοπες, λαός ληστρικός και άγριος. Αφού λήστεψαν εμπορικά, θεσσαλικά πλοία και αιχμαλώτισαν τους εμπόρους, οι Θεσσαλοί αντέδρασαν και τους κατήγγειλαν στη Δελφική Αμφικτιονία. Με τους ψήφους των Δολόπων της Θεσσαλίας, οι πειρατές αθωώνονται και καλείται η πόλη της Σκύρου να αποζημιώσει τους εμπόρους. Οι Σκυριανοί αρνούνται και καλούν σε βοήθεια τους Αθηναίους. Ετσι οι τελευταίοι, υπό το στρατηγό Κίμωνα κατέλαβαν το νησί, πούλησαν σκλάβους τους Δόλοπες και εγκατέστησαν εκεί κληρούχους.
[22] περιοδικό Αρχαιολογία, τεύχος 87, Απρίλιος – Ιούνιος 2003


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου