ΝΗΣΟΣ ΣΚΥΡΟΣ
Η Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία στη Σκύρο
Ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Κάστρο (Επισκοπή). Ιδρύθηκε το έτος 895 μ.Χ. και αποτέλεσε την έδρα της Επισκοπής Σκύρου. Μέσα στο Ναό υπήρχαν δύο ναύδρια. Το πρώτο της Γεννήσεως του Χριστού και το δεύτερο της Θεοτόκου της Γοργοεπηκόου , που αποτελούσαν αντίστοιχα το διακονικό και την πρόθεση του Ιερού Βήματος.
Μέρος 1ον
Μέχρι
τα τέλη του 2ου αιώνα, η Στερεά Ελλάδα και η Πελοπόννησος, η Ήπειρος, η
Θεσσαλία και η Θράκη είχαν δεχθεί το κήρυγμα της νέας θρησκείας. Η Κόρινθος θα είναι το επίκεντρο του Χριστιανισμού
στην Ελλάδα, για τους 3 μετά Χριστό αιώνες. Επομένως η υπάρχουσα Επισκοπή της
Σκύρου θα ήταν κάτω από την διοίκηση της Εκκλησίας της Κορίνθου.
Παναγία η Μέγκλου στις Αχερούνες. Δεξιά της εισόδου παρατηρούνται θραύσματα παλιάς κατασκευής
Από
το 1837 μέχρι το 1841, όταν ο επισκοπικός Ναός καταστρέφεται ολοσχερώς από
σεισμό, λειτουργεί με Επισκοπικό επίτροπο. Το 1841 σταματάει η δράση της Επισκοπής
και καταργείται.
Δεν
υπάρχουν πληροφορίες ποια ήταν η κατάσταση τον 3ο και τον 4ο
αιώνα, παρά μόνο, ότι το 343 μ.Χ. ο
Επίσκοπος Σκύρου Ειρηναίος συμμετείχε στην τοπική περιφερειακή Σύνοδο των
επισκόπων της Σαρδικής[1].
Ο
Ειρηναίος φέρεται να υπογράφει τις επιστολές της Συνόδου προς τις Εκκλησίες.
Επίσης, αναφέρεται ως ο πρώτος Αρχιερέας της Συνόδου με τον τίτλο, «Irenaeus ab Achaia de Socorro emmendo de Skyro». Γνωρίζουμε επίσης, από υπέρθυρη λευκή μαρμάρινη
επιγραφή, που βρέθηκε στην Επισκοπή, ότι το 895 μ.Χ. επικεφαλής της Επισκοπής
Σκύρου ήταν ο Επίσκοπος Σάββας. Ο Σάββας ήταν αυτός που θεμελίωσε τον Ναό της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Επισκοπή). Στην επιγραφή αναφέρεται και το όνομα του
Μητροπολίτου Αθηνών Σάββα.
+ ΕΤΟΥC SYΓ
ΕΠΙΒΑCΙΛΙ
ΛΕΟΝ… Κ..
ΑΛΕΞΑΝΡΟΥ
ΕΠΙ CΑΒΑ
ΜΗΤΡΟΠΟ…
ΑΘ… Κ.. ΣΑΒΑ
ΕΠΙΚΟΠΟΥ ΤΟΝΩΔΕ
Από
το 895 μ.Χ. μέχρι το 1453 δεν υπάρχουν πληροφορίες για τους επισκόπους, εκτός
του επισκόπου Μακαρίου, μεταξύ των ετών 1274-1383. Επομένως, αφού έχουμε μαρτυρούμενη
παρουσία επισκόπου και χριστιανικής κοινότητας το 343 μ.Χ., η παρουσία
Επισκοπής πρέπει να τοποθετηθεί στις αρχές του 4ου αιώνα και ίσως
λίγο νωρίτερα.
Με
αυτό, σαν δεδομένο, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο Χριστιανισμός
άρχισε νωρίτερα να αντικαθιστά την προχριστιανική θρησκεία. Ιστορικά είναι
γνωστό ότι στη νησιωτική Ελλάδα, όπως και στη Σκύρο, παρατηρείται μια σταδιακή
παρακμή και εγκατάλειψη των εθνικών ιερών από τον 2° έως τον 5° αν. μ.Χ.,
ιδιαίτερα μετά τον 3° αι.
Ιδιαίτερα
στην Αθήνα η ύπαρξη χριστιανών στην πόλη είναι πολύ περιορισμένη μέχρι και τον
4° αι. μ.Χ. Άλλωστε, η πόλη παραμένει ειδωλολατρική έως και τον 5° αι. μ.Χ.
Παραδοσιακοί αθηναϊκοί θεσμοί, όπως το συμβούλιο του Αρείου Πάγου φαίνεται να
λειτουργούν έως το τέλος του 4ου αι. μ.Χ.
Στη
Σκύρο στις αρχές του 4ου αι. φαίνεται πως η εκκλησία του Νησιού ήταν
οργανωμένη και είχε επικεφαλής Επίσκοπο.
Γι’ αυτό βγάζουμε το συμπέρασμα ότι ο Χριστιανισμός άρχισε να διαδίδεται
στο Νησί νωρίτερα τον 2ο αι., όπως έγινε στη Σκιάθο και τη Σκόπελο.
Μία
ακόμα ένδειξη είναι ότι ο Χριστιανισμός διαδόθηκε από την Εύβοια, η οποία βρίσκεται απέναντι και κοντά στη
Σκύρο, κατά τον 2ο αιώνα.
Στην Εύβοια ο χριστιανισμός είχε διαδοθεί από νωρίς, με την επίδραση του
κηρύγματος του Αποστόλου Παύλου στην Αθήνα και του ευαγγελιστή Λουκά στη Θήβα.
Από
τις αρχές του 4ου αιώνα πρέπει να χτίζονται οι
πρώτες εκκλησίες πάνω σε ερείπια αρχαίων ναών και διάφορων λατρευτικών Ιερών.
Τα αρχαιολογικά δεδομένα δε φανερώνουν βίαιες χριστιανικές επεμβάσεις στα εθνικά ιερά. Στη θέση των αρχαίων θρησκευτικών τόπων λατρείας αναπτύσσονται ακμάζοντες οικισμοί κατά μήκος κυρίως των ακτών.
Τα
ερείπια των παλαιών ιερών λειτούργησαν ως χώροι πρόσληψης άφθονου οικοδομικού
υλικού απαραίτητου για την κατασκευή των κατοικιών και των εκκλησιών των
χριστιανικών οικισμών.
Με
το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» το 313 μ.Χ., το οποίο εγκαθιστούσε καθεστώς ανεξιθρησκίας σε όλη την Αυτοκρατορία, μπορούμε βάσιμα να ισχυριστούμε ότι άρχισε
ελεύθερα η ανάπτυξη της χριστιανικής λατρείας (κτίζονται ναοί, γράφονται ύμνοι
και ευχές), για να συνεχιστεί σ’ όλη τη Βυζαντινή περίοδο.
Από
αυτή την περίοδο, τους Βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους, χτίζονται στη Σκύρο αρκετές εκκλησίες. Στους
πρώτους χριστιανικούς χρόνους δεν κτίζονταν Ναοί λόγω των διωγμών (1ος
αι. -αρχές 4ου αι.), αλλά και διότι, σύμφωνα με την χριστιανική
πίστη, ίσχυε ο κανόνας που κήρυξε ο απόστολος Παύλος στην ομιλία
του στον Άρειο Πάγο προς τους Αθηναίους, ότι «ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ ούτος ουρανού και γής
Κύριος υπάρχων ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί»[2].
Το
ίδιο πίστευαν, ως ερμηνεία του διαλόγου, που είχε ο Χριστός με τη Σαμαρείτιδα, ο οποίος απαντά στην απορία της περί
του πού πρέπει να λατρεύεται ο Θεός, λέγοντάς της: «πίστευσόν μοι ότι έρχεται
ώρα ότε ούτε εν τώ όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τώ πατρί... Πνεύμα
ο Θεός· και τους προσκυνούντας αυτόν, εν πνεύματι και αληθεία δεί προσκυνείν»[3].
Αργότερα
οι πρώτοι χριστιανοί θα αισθανθούν την ανάγκη ειδικών τόπων συγκέντρωσης, για
συλλογική επικοινωνία με το Θεό και την εκδήλωση της λατρείας και των
συναισθημάτων τους προς Αυτόν. Κυρίως δε, για την τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας και της συμμετοχής
σ’ αὐτό. Έτσι, ο χριστιανικός Ναός είναι
ο τόπος συγκέντρωσης των πιστών για τη λατρεία του Θεού, γι’ αυτό και ονομάζεται
Εκκλησία[4].
Με
τη διοικητική διαίρεση του Ρωμαϊκού Κράτους από τον αυτοκράτορα Μέγα
Κωνσταντίνο[5],
η Θεσσαλία με τα νησιά Σκόπελο και Σκιάθο, και η κυρίως Ελλάδα με τα νησιά
Σκύρο, Λήμνο και την Εύβοια υπάγονται στη Μακεδονική Υπαρχία (Praefecturam) του Ανατολικού
Ιλλυρικού[6].
Εκεί
υπάγεται και η μητρόπολη Κορίνθου. Έτσι, η Σκύρος υπάγεται εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη
της Κορίνθου. Αργότερα, όταν η επισκοπή Αθηνών αναβαθμίζεται σε Μητρόπολη, η Επισκοπή
της Σκύρου, μαζί με άλλες εννέα Επισκοπές[7], υπάγονται στη Μητρόπολη
Αθηνών[8].
Κατά
την περίοδο βασιλείας του Ιουστινιανού[9] (527-565) η Σκύρος
αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Επαρχίας Αχαΐας.
Κατά
την μεταγενέστερη Βυζαντινή περίοδο ανήκει στο θέμα του Αιγαίου Πελάγους[10].
Στους
Βυζαντινούς χρόνους και αργότερα η εκκλησιαστική διοίκηση (όρια, δικαιοδοσία
κ.λπ.) ακολουθεί την πολιτική μεταβολή[11].
Αυτό
υπαγόρευε και ο ΙΖ΄ κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας[12].
Καθορίζεται, δηλαδή, για την αναγκαία ευταξία και ενότητα, η συμπόρευση των εκκλησιαστικών διοικητικών μεταβολών από πλευράς ορίων, με την επικρατούσα πολιτική διαίρεση.
Το
ίδιο όριζε και η νομοθεσία του Ιουστινιανού. Ο αυτοκράτορας αναδείκνυε κάθε
πόλη και Επισκοπή, με έγγραφο στο οποίο
ορίζονταν η εδαφική έκταση της επαρχίας.
Με αυτό συμφωνούσε και η Σύνοδος του Πατριαρχείου. Η πρακτική αυτή επικρατούσε
μέχρι την Άλωση. Στη συνέχεια, το
δικαίωμα αυτό κληρονόμησε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Μετά την κατάκτηση
της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204), η Σκύρος περνάει στην
ιδιοκτησία των Βενετών.
Κατά
την περίοδο αυτή, απομακρύνεται ο Ορθόδοξος
Μητροπολίτης Αθηνών, με πράξη του Επισκόπου Ρώμης Ιννοκεντίου Γ'.
(1198-1216), και εγκαταστάθηκε ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος. Στη Μητρόπολη Αθηνών ανήκει και η επισκοπή Σκύρου.
Οι
ασαφείς πληροφορίες αυτής της περιόδου οδηγούν διάφορους μελετητές της ιστορίας
της Σκύρου σε συγκρουόμενα συμπεράσματα. Ο μεν Δημ. Παπαγεωργίου υποστηρίζει
την πιο πάνω άποψη, ο δε Μιχ. Κωνσταντινίδης, βασιζόμενος σε άλλες πηγές,
υποστηρίζει ότι ιδρύθηκε επισκοπή Σκύρου με επικεφαλής Λατίνο επίσκοπο.
[1] Η τοπική Σύνοδος Σαρδικής συνεκλήθη στη
Σαρδική, τη σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας, το έτος 343 και εξέδωσε 21 κανόνες.
Θα εξέταζε τις κατηγορίες κατά του Μέγα Αθανασίου. Στη Σύνοδο ο όσιος Κορδούης,
επίσκοπος στην Κόρδοβα της δυτικής Ισπανίας, υποστήριξε τον διωκόμενο Μέγα
Αθανάσιο..
[2]«Ο Θεός, ο οποίος έκαμε τον κόσμον και όλα όσα υπάρχουν εις αυτόν, αυτός
υπάρχει απόλυτος κύριος του ουρανού και της γης και δεν κατοικεί εις ναούς, που
τους κατασκευάζουν τα χέρια των ανθρώπων» Πράξεις Αποστόλων Κεφ. ιζ παρ.24
[3] Κατά Ιωάννην Κεφ.
4, Στ. 24
[4] Η Εκκλησία αρχικά
είχε την έννοια της συνέλευσης. Στην Αρχαία Αθήνα υπήρχε η Εκκλησία του δήμου,
αντίστοιχη με την σπαρτιατική Απέλλα, όπου οι πολίτες, οι κάτοικοι της πόλης
που είχαν πολιτικά δικαιώματα, συγκεντρώνονταν και έκαναν συνέλευση για να πάρουν
αποφάσεις για την πόλη. Επίσης, στην αρχαιότητα ο όρος εκκλησία περιέγραφε την
συνάθροιση του συνόλου του στρατού για να γίνει κάποια ανακοίνωση ή σύσκεψη.
Στη συνέχεια με τον όρο εκκλησία περιγράφεται το σύνολο των χριστιανών.
[5] Ο Κωνσταντίνος Α', γνωστός και ως Μέγας Κωνσταντίνος, ήταν Ρωμαίος
αυτοκράτορας που κυβέρνησε από το 306 έως το 337. Ηταν γιος του Φλάβιου
Βαλέριου Κωνστάντιου, αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού με καταγωγή από την
Ιλλυρία. Η μητέρα του, Ελένη, ήταν Ελληνίδα.
[6] Η Υπαρχία Ιλλυρικού ή Επαρχότης του πραιτορίου του Ιλλυρικού ήταν μια
από τις τέσσερις Υπαρχίες στις οποίες διαιρούνταν η Ανατολική Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία μέχρι τον 7ο αιώνα, οπότε οι Υπαρχίες αντικαταστάθηκαν με τα
βυζαντινά Θέματα..
[7] «Εύρίπου, Διαυλείας, Κορωνείας, Άνδρου, Ωρείου (Ώρεού), Καρύστου,
Ισθμού, Αύλώνος, Σύρου και Σερίφου και αργότερα αυτές των Ταλαντίου (επαρχία
Λοκρίδας με πρωτεύουσα Ταλάντιο ή Αταλάντη), Σάλωνος ή Σαλώνων και
Μενδενίτζης». (Η Μενδενίτσα, Τοπική Κοινότητα Μενδενίτσης - Δημοτική Ενότητα
Μώλου του δήμου Μώλου – Αγίου
Κωνσταντίνου.
[8] Αρχιμανδρίτης. Βασίλειος Ατέσης. «Ή επισκοπή Σκύρου ανά τούς αιώνας»
1939
[9] O Ιουστινιανός, γνωστός ως Ιουστινιανός ο Μέγας και ως Άγιος
Ιουστινιανός ο Μέγας στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, ήταν Βυζαντινός
Αυτοκράτορας από το 527 έως το θάνατο του το 565. Κατά τη διάρκεια της
βασιλείας του, ο Ιουστινιανός προσπάθησε να αναβιώσει το μεγαλείο της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας και να επανακτήσει τα χαμένα δυτικά εδάφη της ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας..
[10] Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, «Περί θεμάτων»
[11]«…ει δεκαι τις εκ βασιλικής
εξουσίας εκαινίσθη πόλις, η αύθις καινισθείη,
τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις και των εκκλησιαστικών παροικιών
η τάξις ακολουθείτω …» Γ. Ράλλης–Μ. Ποτλής, «Σύνταγμα των θείων και ιερών
κανόνων των τε αγίων και πανευφήμων Αποστόλων, και των ιερών και οικουμενικών
και τοπικών Συνόδων, και των κατά μέρος αγίων Πατέρων», τόμος Β’, σελ. 258‐259, 1852.
[12] Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος ή Σύνοδος της
Χαλκηδόνας, αποκαλείται η εκκλησιαστική σύνοδος που διενεργήθηκε στο ομώνυμο
προάστιο της Κωνσταντινούπολης, το 451. Συνεκλήθη από τους αυτοκράτορες
Μαρκιανό και Πουλχερία, προήδρευσαν οι παπικοί αντιπρόσωποι και ο Κωνσταντινουπόλεως
Ανατόλιος και ως κύριο στόχο είχε «την καταδίκη της αντιθέτου προς το
νεστοριανισμό αιρέσεως του μονοφυσιτισμού»( https://el.orthodoxwiki.org)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου