Η καταπίεση των Σκυριανών από τους καλόγερους της Μονής του Αγίου Γεωργίου
Κατά τη διάρκεια των χρόνων ύπαρξης της χριστιανικής θρησκείας στη Σκύρο παρατηρούμε τη μεγάλη αφοσίωση των κατοίκων στην εκκλησία.
Διακρίνουμε την αφοσίωσή τους στη χριστιανική πίστη και την ευλάβεια προς τα θεία, η οποία συνοδεύεται με τα Σκυριανά έθιμα και παραδόσεις, τις δοξασίες και τους θρύλους.
Αυτή η πίστη και ευλάβεια μπορεί να είναι απόρροια της ψυχικής αντίδρασης εναντίον των καθολικών Ενετών και Μωαμεθανών κατακτητών.
Μπορεί όμως να είναι αποτέλεσμα, άποψη που εκφράζουν παλιοί ερευνητές, του φόβου και της καταπίεσης που έζησαν οι Σκυριανοί από τους κατά καιρούς καλόγερους της Μονής του Αγίου Γεωργίου. Αυτή η καταπίεση εκφράστηκε και με το κωμικοτραγικό γεγονός να απαγορεύει ο ηγούμενος της Μονής να βόσκουν οι μέλισσες στα Μοναστηριακά κτήματα.
Στον Κώδικα του Μοναστηριού διαβάζουμε, πως οι καλόγεροι απαγόρευαν τα ζώα, αλλά ακόμα και τα μελίσσια, να βόσκουν στα κτήματα του Μοναστηριού.
Φοβέριζαν τους κατοίκους με δήμευση και κατάσχεση των ζώων τους, με αφορισμό και με το θυμό και την κατάρα του Άη-Γιώργη.
Λέγεται ότι την εικόνα του Αγίου στις λιτανείες την κρατούσε ένας τυφλός.
Έτσι, δε θα μπορούσε να πει κάποιος πώς την οδηγούσε ο άνθρωπος. Η εικόνα τραβούσε τον τυφλό μπρος στους οφειλέτες του Αγίου. Έπεφτε πάνω τους με ορμή, χτυπώντας τους αλύπητα, ώσπου να τους αναγκάσει να δώσουν το χρέος τους στον Αη Γιώργη. Ο Tournefort γράφει επίσης πως εκείνη την περίοδο στο Μοναστήρι βρίσκονταν 5 μοναχοί, οι οποίοι εξαπατούσαν τους κατοίκους «δια θαυματοποιών πράξεων». Θεωρούσε πως αυτός που κρατούσε την εικόνα δεν ήταν τυφλός, αλλά έπεφτε πάνα στους πιστούς «δήθεν ακουσίως». Οι αφοσιωμένοι πιστοί αποδέχονταν το θαύμα και δεν αντιδρούσαν. Φοβούνταν την «οργή του Αγίου».
Το φαινόμενο της καπηλείας των εικόνων του Αγίου Γεωργίου προκάλεσε ακόμα και την οργή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου[1]. Το έτος 1755 στη σελίδα 127 ο Κώδικας γράφει: «αψνε (1755) του Ιουλίου ήλθεν γράμμα από τον Πατριάρχην τον Κύριλλον με δεσμόν φρικτόν, πλέον η αγίαις εικόνες να μην ταις ευγαίνουν, καθός ήταν συνήθεια από το παλαιόν και τα έβγαιναν. Ήλθεν και πρωτήτερα το αυτό έτη ο Άγιος Θηβών έξαρχος της μεγάλης Εκκλησίας δια βοήθιες και εκείνος άφησε δεσμόν να μην ταις ευγαίνουν και έστω εις ανθίμησιν πάντων ημάς»[2].
Το γεγονός συνέβη επί των ημερών του Επισκόπου Σκύρου Ιερεμία (1748-1755). Λόγω της απαγόρευσης λιτανείας των εικόνων ήρθε σε σύγκρουση με τους Σκυριανούς με αποτέλεσμα να παραιτηθεί την ίδια χρονιά 1755.
[1] Ο Κύριλλος Ε΄ (κατά κόσμον Κωνσταντίνος Καράκαλλος) ήταν Οικουμενικός Πατριάρχης κατά τα έτη 1748-1751 και 1752-1757. Γεννήθηκε στη Δημητσάνα στα τέλη του 17ου αιώνα., Μαθήτευσε στη σχολή της µονής Φιλοσόφου στην ∆ηµητσάνα. Το 1715, κατά την επανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς, ο Κύριλλος συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
[2] Ο Κώδικας της Μονής του Αγίου Γεωργίου της Σκύρου και τα εξ αυτού συναγόμενα συμπεράσματα» Περιοδικό «Παρνασσός» τεύχος 32, 1990
Είναι επίσης γνωστό ότι οι Σκυριανοί δε θέλουν να αγοράσουν κτήματα που οι ίδιοι προσέφεραν στον Άγιο Γεώργιο, γιατί φοβούνται την οργή του Αγίου, που μπορεί να τους οδηγήσει ακόμα και στο θάνατο. Αυτή τη φοβία την είχαν καλλιεργήσει οι ίδιοι οι καλόγεροι. Έλεγαν παλιά οι Σκυριανοί
«Ας μ’ αγαπά ο Άη – Γιώρ’ς τσ’ άς με μ’σά ο ΄κονόμος»
(Ας μ’ αγαπά ο Άη-Γιώργης και ας με μισεί ο οικονόμος της Μονής)
Χαρακτηριστικά για το ζήτημα αυτό η Νίκη Πέρδικα[1] γράφει: «Συχνά σκληροί και αχόρταγοι οι καλόγεροι τυραννούσαν τους Νησιώτες με την απληστία τους κι’ έγιναν πολλές φορές αιτία να αποδοθούν στον ίδιο τον Άγιο οι ιδιότητες των κακών λειτουργών του».
Γι’ αυτό οι Σκυριανοί έφτασαν στο σημείο να λένε:
«Ποιος είδεν Άγιο δίγνωμο, ωσάν τον Άη Γιώργη
Να παραδίνει χριστιανούς στα Τούρκικα τα χέρια»
(Από το βιβλίο του Γεωργίου Κρίκα
«Σκύρος: Η Ορθόδοξη Χριστιανική Παράδοση και Λατρεία»)
[1] Η Νίκη Πέρδικα Ελληνίδα εθνικίστρια λαογράφος, ποιήτρια και λογοτέχνης, γεννήθηκε το 1887 στην Αθήνα όπου και πέθανε το 1962. Η πατρική της οικογένεια κατάγονταν από το νησί της Νάξου. Η μητέρα της κατάγονταν από το Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως και ήταν το γένος Γεωργίου Αντωνιάδου. Η οικογένεια της μητέρας της στα χρόνια της Τουρκοκρατίας εγκαταστάθηκε κι έζησε για πολλά χρόνια στη Σκύρο. Θείος της ήταν ο Θαλής Αντωνιάδης, ένας από τους ιδρυτές της Θεολογικής Σχολής στη Χάλκης, νομικός και λογοτέχνης καθώς και Πρόεδρος του Φιλολογικού Ομίλου «Παρνασσός», ενώ η θεία της Αγαθονίκη Αντωνιάδου, που είχε γεννηθεί στη Σκύρο το 1854 και πέθανε στην Αθήνα το 1928, ήταν λογία και ποιήτρια. Διατέλεσε Αντιπρόεδρος στην Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και Σύμβουλος στην «Εταιρεία Ευβοϊκών Μελετών». Ανήκε στο άτυπο κίνημα εθνικής πνευματικής αυτογνωσίας και δημιουργίας το οποίο αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1930, που συνεχίστηκε και μετά τον πόλεμο, στο οποίο εντάσσονται και οι Παντελής Πρεβελάκης, Δώρα Στράτου, Άγγελος και Εύα Σικελιανού, Λίνος Καρζής, Σίμων Καρράς, Κωνσταντίνος Παρθένης, Φώτης Κόντογλου, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Μοιράστηκε το όραμα της πνευματικής και πολιτιστικής αναγέννησης της Ελλάδος με τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Κωστή Παλαμά. Πηγή: https://el.metapedia.org/wiki
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου