Οι απόψεις για κοινωνική δικαιοσύνη και ανακατανομή του πλούτου
Οι πολιτικές απόψεις για κοινωνική δικαιοσύνη και ανακατανομή του πλούτου ήταν δικαιολογημένο να βρουν ερείσματα στους κατοίκους του Νησιού. Όμως η αντίδραση στη Μονή δεν είχε ευρύτερο αντίκρισμα στην τοπική κοινωνία. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με την ευλάβειά τους προς τον Άγιο Γεώργιο.
Ακόμη και σήμερα υπάρχει ενδιαφέρον να μη θιγεί η περιουσία της Μονής, που χαρακτηρίζεται ως περιουσία του Αγίου, την οποία ο ίδιος προστατεύει με κάθε τρόπο, και συνεπώς ευνοεί τις δωρεές.
Το όλο ζήτημα αναπτύσσεται σε δύο ουσιαστικά φάσεις, η μία προπολεμική και η άλλη μεταπολεμική. Στην προπολεμική φάση και συγκεκριμένα στο 1937, ο Πρόεδρος της Κοινότητας Σκύρου Μιχάλης Στεφανίδης, στα πεπραγμένα της πενταετούς θητείας του (1934-1940), προσπαθεί να αντιμετωπίσει συνολικά το ζήτημα της μοναστηριακής περιουσίας.
Στα πεπραγμένα αναφέρεται ότι, «κατά το έτος 1937 η κοινότης μας συναισθανόμενη τας απέναντι του τόπου ευθύνας της, ανέλαβε την πρωτοβουλίαν και προήλθεν εις σχετικάς διαπραγματεύσεις διά την επί το δικαιότερον ρύθμισιν κεφαλαιώδους κοινωνικής σημασίας τοπικού μας προβλήματος, τουτέστι του μοναστηριακού ζητήματος Σκύρου»[1].
Ο Πρόεδρος της Κοινότητας Σκύρου αναφέρει ότι η Λαύρα μισθώνει την περιουσία της Μονής σε έναν μοναχό της, με ενοίκιο το ποσό των 60-80 χιλιάδων δραχμών. Στο ποσό αυτό δεν προβλέπεται καμία δαπάνη για την εξυπηρέτηση τοπικών έργων και φιλανθρωπικών σκοπών.
Ο Μιχ. Στεφανίδης επισκέφθηκε τη Λαύρα το1938.
Εκεί προτείνει με υπόμνημά του τη σύσταση «ευαγούς ιδρύματος Σκύρου ο Άγιος Γεώργιος», το όποιο θα μισθώνει για 50 ή 100 χρόνια την περιουσία της Μονής και θα αποδίδει στη Λαύρα το ανάλογο μίσθωμα, ισόποσο του μισθώματος- ενοικίου, πού καταβάλλεται από τον ηγούμενο-οικονόμο. Αυτή ήταν μια ρεαλιστική πρόταση που δεν αδικούσε τη Λαύρα οικονομικά.
Το «κέρδος», που θα πρόκυπτε, θα διατίθεται από το ίδρυμα για τους παρακάτω σκοπούς.
«α) συντήρηση του μοναστηριακού ναού και του απεσταλμένου μοναχού και λαμπρότερος εορτασμός «της μεγάλης θρησκευτικής πανηγύρεως κατά την ημέρα της μνήμης του πολιούχου της νήσου Αγίου Γεωργίου»
β) συντήρηση και εξασφάλιση του μοναστηριακού κτηρίου, ως «ανεκτίμητου αρχαιολογικού θησαυρού» και
γ) οργάνωση συσσιτίων για τούς απόρους του νησιού, δημιουργία ασύλου ορφανών και μικρού σανατορίου, προίκιση άπορων κοριτσιών, εκπαιδευτικές υποτροφίες και αντιμετώπιση άλλων συναφών ευαγών σκοπών».
Δεν είναι καθαρό αν το όφελος των κατοίκων της Σκύρου, με ένα τόσο ευρύ πρόγραμμα αντισταθμιστικών οφελών, ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Αν δηλαδή η διαφορά ενοικίασης και κέρδους από την εκμετάλλευση της γής ήταν τέτοιο που θα μπορούσε να καλύψει αυτές τις ανάγκες. Σε κάθε περίπτωση, με την πρόταση αυτή, οι κάτοικοι της Σκύρου θα είχαν κάποιο οικονομικό όφελος από τη διαχείριση της της μοναστηριακής περιουσίας. Το αίτημα για σύσταση ιδρύματος υποβλήθηκε από την κοινοτική αρχή και προς το «Υπουργείο Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως» από το οποίο ζητήθηκε η ψήφιση σχετικού νόμου, αλλά η αλληλογραφία που μεσολάβησε μεταξύ των εμπλεκομένων μερών (Λαύρας, 'Υπουργείου, Κοινότητας) δεν έφερε αποτέλεσμα.
Η Λαύρα προχώρησε στην αποστολή Έξαρχων[2] και με απόφασή της παραχωρήθηκε, ως κίνηση καλής Θελήσεως, ένα αγροτεμάχιο για δεκαετή δωρεάν χρήση από την Κοινότητα, ενώ παράλληλα διέθεσε σημαντικό ποσό για την γενομένη ήδη υποστήριξη του μοναστηριακού κτιρίου, το οποίο απειλούνταν με κατάρρευση.
Η συνολική αντιμετώπιση του θέματος συμφωνήθηκε από τη Λαύρα και τον εκπρόσωπο της τοπικής αυτοδιοικήσεως να μετατεθεί για την εποχή λήξεως της μισθώσεως από τον τότε υπάρχοντα ηγούμενο-οικονόμο και καλλιεργήθηκε η ελπίδα της επιλύσεως του ζητήματος, με τον τρόπο που είχε προταθεί από την κοινότητα.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, το μοναστηριακό ζήτημα εισέρχεται σε νέα φάση.
(Από το βιβλίο του Γεωργίου Κρίκα
«Σκύρος: Η Ορθόδοξη Χριστιανική Παράδοση και Λατρεία»)
[1] «Το συντελεσθέν έργον της Κοινότητος Σκύρου μιας επταετίας, 1934-1940»
[2] Έξαρχος είναι ο τίτλος εκκλησιαστικού και πολιτικού αξιώματος που ανάγεται στον 9ο αιώνα.
Στους βυζαντινούς χρόνους ήταν ο μόνιμος, ο προσωπικός απεσταλμένος (κάτι σαν Πρεσβευτής) του Πατριάρχη ή του Αυτοκράτορα σε διπλωματικές αποστολές. Σήμερα ο Τίτλος του Εξάρχου δίδεται σε Μητροπολίτες υπερόριων Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου