«1767 εθεμεληώθη η εκκλησίαν» και «1767 μαγίου εγγενειάσθη η εκκλησίαν»
Κτητορική
εντοιχισμένη υπέρθυρη επιγραφή
Δεν υπάρχουν στοιχεία για τον μοναχό Αθανάσιο. Από τους κώδικες της μονής φαίνεται ότι ήταν γέρος στην ηλικία και είναι πολύ πιθανό να πέθανε στη Σκυροπούλα. Τελευταία εγγραφή στον Κώδικα αναφέρεται το έτος 1776. Από τον Κώδικα της Μονής προκύπτει ότι ο μοναχός Αθανάσιος ασκητεύει στη Σκυροπούλα από το 1766, οκτώ χρόνια νωρίτερα τη σύνταξη του δωρητηρίου.
Στον Κώδικα αναγράφεται ότι στα «1767 εθεμεληώθη η εκκλησίαν» και «1767 μαγίου εγγενειάσθη η εκκλησίαν», που την αφιέρωσε στη μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου. Στο δωρητήριο (σελ.250) αναγράφεται ότι: η δε αρχή της οικοδομής του ιερού μοναστηρίου ήρξατο 1764»
Το εσωτερικό του Ναού της Παναγίας Σκυροπούλας. Ο τρούλος έχει καταρρεύσει.
Η Ιερά Μονή θα ανακηρυχθεί «Πατριαρχική, Σταυροπηγιακή Μονή[1]». Επομένως ο ναός αρχίζει να χτίζεται το 1764, πριν από την άφιξη του Επισκόπου Σκύρου Ιωάσαφ.
Το Ιερό Βήμα με την αυτοσχέδια Αγία Τράπεζα
Μετά την άφιξη του Αθανασίου στη Σκυροπούλα, το 1767 πηγαίνει στη Σκυροπούλα ο γέρο Γρηγόριος ο Τηνιακός, ο οποίος καταγόταν από την Τήνο, και συγκατοικεί με τον Αθανάσιο. Σε άλλο σημείο του Κώδικα αναγράφεται ότι πήγε το 1766[2].
Στη Σκυροπούλα μαζί με τους δύο μοναχούς βρίσκονταν και άλλοι, που βοηθούσαν το έργο του Αθανασίου. Εργάστηκαν σκληρά για τις οικοδομικές εργασίες και άλλες γεωργικές, κτηνοτροφικές εργασίες.
Με κόπους και έξοδα μετέτρεψαν τον ακατοίκητο και άγριο τόπο σε ήμερο και καλλιεργήσιμο.
Φωτογραφία της Μονής Κοίμησης της Θεοτόκου στη Σκυροπούλα σε παρελθόντα χρόνο, το 1988, πριν την κατάρρευση του τρούλου. Τότε ο Ναός θα μπορούσε να σωθεί. Μερικά χρόνια αργότερα το Νησί θα πουληθεί. Ένα πολύ μικρό μέρος των χρημάτων θα μπορούσε να διατεθεί για την αναστήλωσή του.
Δυστυχώς αυτό δεν έγινε και ο Ναός άρχισε σιγά – σιγά να καταρρέει.
Οι Σκυριανοί εκτίμησαν αυτή την προσπάθεια και τον μόχθο των μοναχών και τους παρακίνησαν μέσα από το δωρητήριο γράφοντας: «...να βγάλη και μπουγιουρντή[3] από τόν καπουδάν πασά[4] πρός σύστασιν της νήσου και αγίας μονής ταύτης, ίνα μή εξ ενεργείας του μισοκάλου εχθρού κινιθή τινάς εξ ημών και ενοχλήσει αυτών, μετά ταύτα δε και εις την μεγάλην έκκλησίαν[5] πηγενάμενος, το έγραψεν εις τον κόντηκα του Πατριαρχείου, να λέγεται και παρά πάντων να ακούεται σταυροπηγιακόν δίδοντας δύο οκάδας κερί κατά το σύνηθες τον κάθε χρόνον[6]. διό ήμείς άπαντες μικροί τε και μεγάλοι ύποσχόμεθα και βεβαιόνωμεν ότι να είναι ανενόχλητος από την ψιλήν και άπασαν την καρποφορίαν του νησίου, ανεπηρέαστοι και ασύδοτοι από παντός πράγματος και διαβήματος πάντες οι εν τη νήσω ταύτη οικοϋντες μοναχοί, ούτε η κατά καιρούς Καντζελαρία μας, ούτε παρ' ημών ούτε εξ ημών των μεταγενεστέρων ούτε από τον κατά κερούς ημών επίσκοπον, τανυν και μετά ταύτα και εις αιώνα τον απαντια. αμήν. η δε αρχή της οικοδομής του ιερού μοναστηρίου ήρξατο 1764»
Δε γνωρίζουμε ούτε το χρόνο της γέννησης ούτε το χρόνο του θανάτου του Αθανασίου. Από τις λίγες εγγραφές που μας άφησε στον Κώδικά του, που μοιάζουν περισσότερο με διαθήκη ή παροχή συμβουλών για τους διαδόχους του, μπορούμε να βγάλουμε κάποια ασφαλή συμπεράσματα.
Ο μοναχός Αθανάσιος εγκαταστάθηκε στην ερημονησίδα Σκυροπούλα πριν από το έτος 1766, μάλλον το 1764. Από τον ίδιο μαθαίνουμε ότι αυτοαποκαλείται «γέρο Αθανάσιος» και ότι η τελευταία του εγγραφή στον Κώδικα αναφέρεται στο έτος 1776. Η ονομασία «γέρο Αθανάσιος» μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήταν γέρος, χωρίς να αποκλείεται ότι το «γέρων» είναι ένα επίθετο των μοναχών.
Λογικά πρέπει να πέθανε το 1776 ή λίγο μετά, πάντως πριν την άφιξη του Νικόδημου το 1782. Από αυτό προκύπτει ότι ο γέροντας Αθανάσιος δε συναντήθηκε με τον Νικόδημο στη Σκυροπούλα. Στη Σκυροπούλα έζησε από το 1764 ή το 1766 μέχρι το 1776 και πιθανά λίγο αργότερα.
Στον κώδικα αναφέρεται το έτος 1776: «κάνω ενθήμησιν ότι εις τους 1776 ετελέσθη το σιγγιλιώδες πατριαρχικον γράμμα[7] καί το επέρασα είς τον κόνδικα είς κυρού σωφονίου του παναγιωτάτου[8] καί έξαρχίαν φοτήου έκδίκο[9] καί να τού δίδομεν τον κάθε χρόνον δύο οκάδες κερί του φοτήου, μα επηδί και ηποσχέθη το ρουφέτη[10] το ραυτάτηκον εις τού γαλατά να του δήδου του φοτήου να τους μνημονεύομεν το ρουφέτη παρισήαν[11] κηρόν. το δίδουν ταΐς δύο οκάδες το κερί του φοτήου κατά την σινφονίαν όπου άναμεταξή έσηφονήσαμεν να το δίδουν και να τους μνημονεύομεν εις τήν παρισίαν ακαταπαύτως όσον καιρόν το δίδουν»[12].
Το δωρητήριο των Σκυριανού Λαού στον Μοναχό Αθανάσιο με ημερομηνία 25 Μαρτίου 1774;
[1] Σταυροπηγιακή ( ή πατριαρχική ) καλείται η μονή (συνήθως της Ορθόδοξης Εκκλησίας ή της Ανατολικής Καθολικής Εκκλησίας) που υπάγεται απευθείας σε Πατριαρχείο ή Σύνοδο (συνήθως το Οικουμενικό Πατριαρχείο) και όχι στην τοπική Αρχιεπισκοπή. Η λέξη σταυροπηγιακή είναι σύνθετη (σταυρός + πήγνυμι) και πηγάζει από την κανονική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα του Πατριάρχη να στείλει ένα σταυρό για να τοποθετηθεί στα θεμέλια της εκκλησίας της μονής, πράξη που οδηγεί στην εξάρτηση της μονής από αυτόν. Ένα πλεονέκτημα για τις μονές ήταν ότι έτσι εξασφάλιζαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, αποφεύγοντας την ανάμιξη των τοπικών επισκόπων στους σκοπούς τους. Άλλο πλεονέκτημα ήταν η μεταφορά σε αυτές των προνομίων που απολάμβανε το Πατριαρχείο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, προνόμια που περιλάμβαναν την παροχή εδαφικών εκτάσεων και την απαγόρευση απαλλοτρίωσής τους στο μέλλον από το Οθωμανικό κράτος.
[2] Διαπιστώνομε,
όπως και σε όλους σχεδόν τους Κώδικες των Εκκλησιών, Μοναστηριών καί
Εξωκλησιών, ότι οι γραφείς, ήταν αγράμματοι εξ αιτίας της υποδούλωσης και δεν
έδιναν σημασία στην ορθογραφία, ούτε καί στην ακατάστατη χρονολόγηση κατά την
καταγραφή των γεγονότων στους Κώδικες.
[3] μπουγιουρδί: λέξη τουρκική, που σημαίνει διάταγμα Βεζύρη, Υπουργού ή και Νομάρχου.
[4] καπουδάν πασάς: αρχιναύαρχος, στόλαρχος, Υπουργός των Ναυτικών της Τουρκίας.
[5] Μεγάλη εκκλησία: το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
[6] Οι Ηγούμενοι των Σταυροπηγιακών μονών, για να υποδηλώσουν την υποταγή τους στον Πατριάρχη, αναλάμβαναν την υποχρέωση να αποστέλλουν κάθε χρόνο ένα χρηματικό ποσό, λάδι, τυρί ή κερί.
[7] Κατά την Οθωμανική περίοδο τα σιγίλλια ήταν έγγραφα που υπέγραφε ο Πατριάρχης και συνήθως επιβεβαίωναν κάποιο προνόμιο ή γνωστοποιούσαν κάποια συνοδική απόφαση. http://constantinople.ehw.gr. Με πατριαρχικά σιγίλια συνηθέστερα αναγνωρίζονταν ή ιδρύονταν μοναστήρια, επισκοπές, εκκλησιαστικές σχολές, τοπικές δικαιοδοσίες, ή υπαγωγές αυτών, όπως και μεταξύ επισκοπών καθώς επίσης και περιπτώσεις αφορισμών.
[8] δεν υπήρξε Πατριάρχης με το όνομα Σωφόνιος. Θα πρόκειται για τον Πατριάρχη Σωφρόνιο τον Β', πατριαρχεύσαντος το 1775-1780. Επομένως ο μοναχός Αθανάσιος, επισκέφθηκε το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης το επόμενο έτος 1776 της ανόδου στο θρόνου (1775) του Πατριάρχου Σωφρονίου.
[9] Εκδικος: Εκκλησιαστικό αξίωμα του 2ου αιώνα που αποδιδόταν σε όσους ήταν επιφορτισμένοι με την υπεράσπιση των δικαίων της Εκκλησίας.
[10] Οι συντεχνίες (εσνάφια-ρουφέτια) υπήρχαν ήδη πολύ πριν την άλωση. Αναπτύχθηκαν όμως, κατά τους χρόνους της Οθωμανικής κατακτήσεως. Η διοίκησή τους ρυθμίζονταν από τις διατάξεις οι οποίες καθόριζαν με λεπτομέρεια τα καθήκοντα και τα δικαιώματα των μελών. Σκοπός της συντεχνίας, ως κλειστού επαγγέλματος, ήταν η προάσπιση των συμφερόντων των μελών. https://www.pemptousia.gr
[11] Παρρησία: βιβλίο εκκλησιαστικό - μοναστηριακό, στις σελίδες του οποίου εγγράφονταν οι αφιερωτές-προσκυνητές του Ναού..
[12] «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» Φιλολογικό Περιοδικό, Τόμος ΛΔ’, σελ.101-110, Αθήναι 1992, Κωστής Κωνσταντινίδης: «Ο Κώδικας της Μονής της Παναγίας της Σκυροπούλας»
(Από το βιβλίο του Γεωργίου Κρίκα
«Σκύρος: Η Ορθόδοξη Χριστιανική Παράδοση και Λατρεία»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου